Τον είχα ξεχάσει… Μάλλον τον είχα αφήσει πίσω μου. Νόμισα ότι τον προσπέρασα. Τον εγκατέλειψα κάπου να κάθεται λουφαγμένος…Ίσως και να είχε έρθει η ώρα να κάνει και την αυτοκριτική του, σκεφτόμουν. Τι κατάφερε το καθίκι με την επιπόλαιη, εγκληματική στάση του; Με το να κοιτάει μόνο την πάρτη του! Ήρθε η ώρα της αλήθειας φανταζόμουν… Λάθος μου μεγάλο. Τι μαλάκας είμαι; Πόσο φριχτά ανυποψίαστη; Δε θα ξεμπερδέψω ποτέ μ΄αυτό το τέρας. Το κατάλαβα μόλις είδα την τεράστια ταμπέλα… Δε χρωστάμε. Δε πληρώνουμε. Δε πουλάμε. Τελεία και παύλα.
Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα! Λείπει μόνο το «Δε γουστάρω». Όχι δε λείπει…Το αναγνωρίζω κι ας απουσιάζει ως λέξη. Κατσικώθηκε ως έννοια χρόνια σε τούτη τη χώρα. Το «έτσι γουστάρω» ως απόλυτη φιλοσοφία. Και πάνω που νόμιζα ότι την είδε αλλιώς… Τούτος ξεθάρρεψε κιόλας μες τις φωνές των πολλών. Ανδρώθηκε.
Τον είχα ξεχάσει…
Νόμιζα ότι τον άφησα πίσω μου. Πάλι μπροστά μου τον βρήκα. Τον θυμάμαι να κάθεται στο καφενείο. Μα δεν άνοιξε ο κώλος του να κάθεται; Πολιτικές συζητήσεις της δεκάρας, αμπελοφιλοσοφία του κερατά, λίγο να τακτοποιήσει τ΄αρχίδια του, λίγο να κρυφοκοιτάξει τα βυζιά της ανατολικής, λίγο να πηδήξει… Μάλλον πολύ! Το σπέρμα που στούμπωσε ο εγκέφαλος κάπου έπρεπε να διοχετευτεί. Οι επιδοτήσεις νάναι καλά. Ξερή η γη. Χεστήκαμε! Πληρώνει η Ευρώπη.
Τον θυμάμαι να αγοράζει Kαγιέν. Τόσο Καγιέν ακόμα και στα λάχανα. Μα δεν έβγαιναν τα Καγιέν με τα δηλωμένα κουκιά εισοδήματά του. Χεστήκαμε! Να δηλώσουν πρώτα οι πλούσιοι.
Το θυμάμαι να μην εμφανίζεται στην υπηρεσία του. Έχεις πάρει άδεια; Όχι μωρέ έχω καλή σχέση με τον διευθυντή. Τον θυμάμαι να βγαίνει στη σύνταξη στα 40. Μα δεν είναι νωρίς; Όχι μωρέ. Δούλευα στην Ολυμπιακή. Τον θυμάμαι να χτίζει το σύμπαν. Να φράζει τη θέα των πολλών. Δεν είναι άδικο; Κάνε και συ το ίδιο. Ποιος στο απαγορεύει; Τον θυμάμαι στο αστυνομικό τμήμα ν΄απαντάει σε μια παρανομία, μετατοπίζοντας μονίμως την ευθύνη «αν δεν υπάρχει καταγγελία δε μπορώ να κάνω τίποτα»…
Τον θυμάμαι να ακυρώνει ακόμα μια φορά μια δίκη… Χρόνια και χρόνια και χρόνια για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Μα δεν ενοχλείται κανένας; Σώπα μωρέ κάποτε θα βγει απόφαση. Σιγά τ΄αβγά. Τον θυμάμαι να γραπώνει επίδομα για ασθένεια που δεν είχε. Να πληρώνεται για υπερωρίες που δεν έκανε. Να εργάζεται σε υπηρεσία που δεν προσέρχεται. Να φωνάζει «πεινάω» ενώ ρεύονταν. Τον θυμάμαι να μιλάει για το δίκιο του εργάτη όντας μπιλιονέρ. Το θυμάμαι να ταξιδεύει Μύκονο, να χτίζει Μύκονο, να μιλάει Μύκονο, να συνδιαλέγεται Μύκονο, να κοιμάται Μύκονο, να ξυπνάει Μύκονο.
Τον θυμάμαι να παραδίδει όλες τις δουλειές και τα επαγγέλματα στους ξένους, στους Αλβανούς. Εκείνος ήταν για αφεντικό. Τον ανάγκαζε η ιστορία του. Τον υποχρέωναν ρε αδελφέ οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Τον θυμάμαι να σνομπάρει τους ξένους τουρίστες και να τσεκουρώνει τους Έλληνες… «Σαν τον Έλληνα τουρίστα κανένας». Να ζει για να χτυπιέται σε τζακούζι. Τον θυμάμαι να δανειοδοτείται για επιχείρηση που δεν έκανε ή στην καλύτερη περίπτωση στοίχιζε το ένα τρίτο…Είχε άκρη με την Τράπεζα.
Τον θυμάμαι να κανονίζει φροντιστήρια για το παιδί του...Να το προτρέπει «κοίτα πώς τα κατάφερε ρε ο πατέρας σου!». Να το πιέζει για γνωριμίες «οι δημόσιες σχέσεις είναι το παν ρε μαλάκα». Να το κανακεύει, να κάνει τα στραβά μάτια στην αμορφωσιά, στην αχρηστία του. Να το στέλνει Λονδίνο να κάνει παρέα με ελληνάκια. Όπου πήγαινε «με ελληνάκια».
Τον θυμάμαι να ρουφάει κόκα για ν΄αντέξει την πίεση. Τον θυμάμαι να κλείνει δρόμους με συνθήματα τζούφια και επαναστατικές κινήσεις της δεκάρας. Μα θα κλείσουν μαγαζιά. Ποιος θα κατεβεί στο κέντρο να ψωνίσει; Χεστήκαμε. Δημοκρατία έχουμε. Να μην εμφανίζεται στο πανεπιστήμιο να διδάξει και να διδαχτεί. Να επιτρέπει τη βεβήλωση του χώρου. Ξανά Δημοκρατία έχουμε… Να διακινεί έντεχνα κάθε λογής παρανομία με εργαλείο τους μετανάστες. Ν΄ανοίγει διάπλατα πόρτες συνόρων. Δεν επιτρέπεται η ξενοφοβία.
Τον θυμάμαι να δρασκελάει κάθε αρχή. «Εδώ είναι Ελλάδα. Άμα γουστάρεις!». Τον θυμάμαι μασκαρεμένο παπά να εξευτελίζει τη θρησκεία μετατρέποντας το λειτούργημά του σε δημόσιο υπάλληλο και το παγκάρι σε οικογενειακό γεύμα. Τον θυμάμαι να μη κάνει τίποτα…Πόσοι άραγε πληρώθηκαν για να μη κάνουν τίποτα! Παγκόσμιο ρεκόρ! Τον θυμάμαι να μην αποδίδει ΦΠΑ και τις εισφορές στο ΙΚΑ των εργαζομένων…Να πληρώσει το κεφάλαιο που στέλνει τα λεφτά στην Ελβετία!
Τον θυμάμαι να σηκώνει ταμπέλες για λακκούβες σε δρόμους με προϋπολογισμό δισεκατομμυρίων…Δεν πρέπει λαός να πλήρωσε πιο ακριβά λακκούβες. Μέχρι που έπεσε μέσα κι αυτός. Η εκδίκηση της λακκούβας. Τον θυμάμαι να κάνει γαργάρα καίριες ερωτήσεις σε πολιτικούς...Εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα; Τον θυμάμαι, τον θυμάμαι, τον θυμάμαι…Να ψηφίζει λαμόγια. Διάσημα λαμόγια. Μα είναι δυνατόν; Αναρωτιόμουν. «Δε ξέρω τι λέει ο κόσμος…Εμένα μου βόλεψε το παιδί μου»…Τον θυμάμαι ως διαδρομή Τσοχατζόπουλου....Στάση Διονυσίου Αρεοπαγίτη.
Τον θυμάμαι να δείχνει ο ένας τον άλλον στο άκουσμα της λέξης «κλέφτης»… Θυμάμαι λέξεις του…Δεν ήταν δα και πολλές! «Ρε μαλάκα», «καμιά δουλίτσα και για μας;», «Super!», «Έχω μια άκρη», «Αυτό είναι χούντα»….
Νόμιζα ότι τον είχα προσπεράσει. Είδα κόσμο έξω και χάρηκα. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και νόμιζα ότι συνεννοηθήκαμε. Έλεγα…Υπάρχει και Θεός! Ώσπου ξαφνικά, δυο βήματα πιο κει…Τον ξαναβρήκα μπροστά μου…Τον αναγνώρισα. Είναι ψυχικό μου τραύμα! Ο ίδιος! Φώναζε. Δε χρωστάμε…(Πάντα χρησιμοποιεί πληθυντικό για να κρύβεται)….Δε χρωστάμε. Δε πληρώνουμε. Δε πουλάμε….Κατάλαβα! Πάλι καλούνε την κλάση μας πατριώτη…Παρόν. Παρούσα. Έλλην έντιμος …Όχι απόλυτα νομοταγής…Χρέωσε μου ένα κόκκινο κι αυτό γιατί νόμιζα ότι δε λειτουργεί το φανάρι. Χρέωσε μου και έναν ακάλυπτο…(Ναι, ναι θα πληρώσω τώρα. Και με την παρανομία μου ακόμα θα καλύψω το κράτος)…Ας το ξαναπιάσουμε από την αρχή. Έλλην έντιμος, όχι απόλυτα νομοταγής ωστόσο επικίνδυνα αντιστασιακός στο «σύστημα»… Μιλάμε για αντίσταση…Έλλην επίμονα, επίπονα έντιμος, διαχρονικά μαλάκας.
Χρωστάω! Πληρώνω! Πουλάω! Κι να φανταστείς…Δε χρωστάω ρε γαμώτο
Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα! Λείπει μόνο το «Δε γουστάρω». Όχι δε λείπει…Το αναγνωρίζω κι ας απουσιάζει ως λέξη. Κατσικώθηκε ως έννοια χρόνια σε τούτη τη χώρα. Το «έτσι γουστάρω» ως απόλυτη φιλοσοφία. Και πάνω που νόμιζα ότι την είδε αλλιώς… Τούτος ξεθάρρεψε κιόλας μες τις φωνές των πολλών. Ανδρώθηκε.
Τον είχα ξεχάσει…
Νόμιζα ότι τον άφησα πίσω μου. Πάλι μπροστά μου τον βρήκα. Τον θυμάμαι να κάθεται στο καφενείο. Μα δεν άνοιξε ο κώλος του να κάθεται; Πολιτικές συζητήσεις της δεκάρας, αμπελοφιλοσοφία του κερατά, λίγο να τακτοποιήσει τ΄αρχίδια του, λίγο να κρυφοκοιτάξει τα βυζιά της ανατολικής, λίγο να πηδήξει… Μάλλον πολύ! Το σπέρμα που στούμπωσε ο εγκέφαλος κάπου έπρεπε να διοχετευτεί. Οι επιδοτήσεις νάναι καλά. Ξερή η γη. Χεστήκαμε! Πληρώνει η Ευρώπη.
Τον θυμάμαι να αγοράζει Kαγιέν. Τόσο Καγιέν ακόμα και στα λάχανα. Μα δεν έβγαιναν τα Καγιέν με τα δηλωμένα κουκιά εισοδήματά του. Χεστήκαμε! Να δηλώσουν πρώτα οι πλούσιοι.
Το θυμάμαι να μην εμφανίζεται στην υπηρεσία του. Έχεις πάρει άδεια; Όχι μωρέ έχω καλή σχέση με τον διευθυντή. Τον θυμάμαι να βγαίνει στη σύνταξη στα 40. Μα δεν είναι νωρίς; Όχι μωρέ. Δούλευα στην Ολυμπιακή. Τον θυμάμαι να χτίζει το σύμπαν. Να φράζει τη θέα των πολλών. Δεν είναι άδικο; Κάνε και συ το ίδιο. Ποιος στο απαγορεύει; Τον θυμάμαι στο αστυνομικό τμήμα ν΄απαντάει σε μια παρανομία, μετατοπίζοντας μονίμως την ευθύνη «αν δεν υπάρχει καταγγελία δε μπορώ να κάνω τίποτα»…
Τον θυμάμαι να ακυρώνει ακόμα μια φορά μια δίκη… Χρόνια και χρόνια και χρόνια για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Μα δεν ενοχλείται κανένας; Σώπα μωρέ κάποτε θα βγει απόφαση. Σιγά τ΄αβγά. Τον θυμάμαι να γραπώνει επίδομα για ασθένεια που δεν είχε. Να πληρώνεται για υπερωρίες που δεν έκανε. Να εργάζεται σε υπηρεσία που δεν προσέρχεται. Να φωνάζει «πεινάω» ενώ ρεύονταν. Τον θυμάμαι να μιλάει για το δίκιο του εργάτη όντας μπιλιονέρ. Το θυμάμαι να ταξιδεύει Μύκονο, να χτίζει Μύκονο, να μιλάει Μύκονο, να συνδιαλέγεται Μύκονο, να κοιμάται Μύκονο, να ξυπνάει Μύκονο.
Τον θυμάμαι να παραδίδει όλες τις δουλειές και τα επαγγέλματα στους ξένους, στους Αλβανούς. Εκείνος ήταν για αφεντικό. Τον ανάγκαζε η ιστορία του. Τον υποχρέωναν ρε αδελφέ οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Τον θυμάμαι να σνομπάρει τους ξένους τουρίστες και να τσεκουρώνει τους Έλληνες… «Σαν τον Έλληνα τουρίστα κανένας». Να ζει για να χτυπιέται σε τζακούζι. Τον θυμάμαι να δανειοδοτείται για επιχείρηση που δεν έκανε ή στην καλύτερη περίπτωση στοίχιζε το ένα τρίτο…Είχε άκρη με την Τράπεζα.
Τον θυμάμαι να κανονίζει φροντιστήρια για το παιδί του...Να το προτρέπει «κοίτα πώς τα κατάφερε ρε ο πατέρας σου!». Να το πιέζει για γνωριμίες «οι δημόσιες σχέσεις είναι το παν ρε μαλάκα». Να το κανακεύει, να κάνει τα στραβά μάτια στην αμορφωσιά, στην αχρηστία του. Να το στέλνει Λονδίνο να κάνει παρέα με ελληνάκια. Όπου πήγαινε «με ελληνάκια».
Τον θυμάμαι να ρουφάει κόκα για ν΄αντέξει την πίεση. Τον θυμάμαι να κλείνει δρόμους με συνθήματα τζούφια και επαναστατικές κινήσεις της δεκάρας. Μα θα κλείσουν μαγαζιά. Ποιος θα κατεβεί στο κέντρο να ψωνίσει; Χεστήκαμε. Δημοκρατία έχουμε. Να μην εμφανίζεται στο πανεπιστήμιο να διδάξει και να διδαχτεί. Να επιτρέπει τη βεβήλωση του χώρου. Ξανά Δημοκρατία έχουμε… Να διακινεί έντεχνα κάθε λογής παρανομία με εργαλείο τους μετανάστες. Ν΄ανοίγει διάπλατα πόρτες συνόρων. Δεν επιτρέπεται η ξενοφοβία.
Τον θυμάμαι να δρασκελάει κάθε αρχή. «Εδώ είναι Ελλάδα. Άμα γουστάρεις!». Τον θυμάμαι μασκαρεμένο παπά να εξευτελίζει τη θρησκεία μετατρέποντας το λειτούργημά του σε δημόσιο υπάλληλο και το παγκάρι σε οικογενειακό γεύμα. Τον θυμάμαι να μη κάνει τίποτα…Πόσοι άραγε πληρώθηκαν για να μη κάνουν τίποτα! Παγκόσμιο ρεκόρ! Τον θυμάμαι να μην αποδίδει ΦΠΑ και τις εισφορές στο ΙΚΑ των εργαζομένων…Να πληρώσει το κεφάλαιο που στέλνει τα λεφτά στην Ελβετία!
Τον θυμάμαι να σηκώνει ταμπέλες για λακκούβες σε δρόμους με προϋπολογισμό δισεκατομμυρίων…Δεν πρέπει λαός να πλήρωσε πιο ακριβά λακκούβες. Μέχρι που έπεσε μέσα κι αυτός. Η εκδίκηση της λακκούβας. Τον θυμάμαι να κάνει γαργάρα καίριες ερωτήσεις σε πολιτικούς...Εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα; Τον θυμάμαι, τον θυμάμαι, τον θυμάμαι…Να ψηφίζει λαμόγια. Διάσημα λαμόγια. Μα είναι δυνατόν; Αναρωτιόμουν. «Δε ξέρω τι λέει ο κόσμος…Εμένα μου βόλεψε το παιδί μου»…Τον θυμάμαι ως διαδρομή Τσοχατζόπουλου....Στάση Διονυσίου Αρεοπαγίτη.
Τον θυμάμαι να δείχνει ο ένας τον άλλον στο άκουσμα της λέξης «κλέφτης»… Θυμάμαι λέξεις του…Δεν ήταν δα και πολλές! «Ρε μαλάκα», «καμιά δουλίτσα και για μας;», «Super!», «Έχω μια άκρη», «Αυτό είναι χούντα»….
Νόμιζα ότι τον είχα προσπεράσει. Είδα κόσμο έξω και χάρηκα. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και νόμιζα ότι συνεννοηθήκαμε. Έλεγα…Υπάρχει και Θεός! Ώσπου ξαφνικά, δυο βήματα πιο κει…Τον ξαναβρήκα μπροστά μου…Τον αναγνώρισα. Είναι ψυχικό μου τραύμα! Ο ίδιος! Φώναζε. Δε χρωστάμε…(Πάντα χρησιμοποιεί πληθυντικό για να κρύβεται)….Δε χρωστάμε. Δε πληρώνουμε. Δε πουλάμε….Κατάλαβα! Πάλι καλούνε την κλάση μας πατριώτη…Παρόν. Παρούσα. Έλλην έντιμος …Όχι απόλυτα νομοταγής…Χρέωσε μου ένα κόκκινο κι αυτό γιατί νόμιζα ότι δε λειτουργεί το φανάρι. Χρέωσε μου και έναν ακάλυπτο…(Ναι, ναι θα πληρώσω τώρα. Και με την παρανομία μου ακόμα θα καλύψω το κράτος)…Ας το ξαναπιάσουμε από την αρχή. Έλλην έντιμος, όχι απόλυτα νομοταγής ωστόσο επικίνδυνα αντιστασιακός στο «σύστημα»… Μιλάμε για αντίσταση…Έλλην επίμονα, επίπονα έντιμος, διαχρονικά μαλάκας.
Χρωστάω! Πληρώνω! Πουλάω! Κι να φανταστείς…Δε χρωστάω ρε γαμώτο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.