Μπουρανί. Από τα αρχαία, στα τωρινά φαλλοφόρια
«Ψηλέ, λιγνέ μου κάβουρα, πώς το τρίβουν το πιπέρι, του διαβόλ’ οι καλογέροι. Με τη φτέρνα τρίβανε, σκορδοκοπανίζανε.
Με το γόνα τρίβανε…
Με το μπούτσο τρίβανε, σκορδοκοπανίζανε».
Είναι αποκριάτικο μιμητικό δρώμενο, οι ρίζες του βρίσκονται στον αρχαίο διθύραμβο, που ήταν ενθουσιαστικό ποίημα για να τιμηθεί ο Διόνυσος.
Καθώς λένε οι γιορταστές το ποίημα, κάνουνε και την κίνηση με κάποιο μέρος από το σώμα τους στο χώμα ή στο...
πάλκο.
Με το γόνα τρίβανε…
Με το μπούτσο τρίβανε, σκορδοκοπανίζανε».
Είναι αποκριάτικο μιμητικό δρώμενο, οι ρίζες του βρίσκονται στον αρχαίο διθύραμβο, που ήταν ενθουσιαστικό ποίημα για να τιμηθεί ο Διόνυσος.
Καθώς λένε οι γιορταστές το ποίημα, κάνουνε και την κίνηση με κάποιο μέρος από το σώμα τους στο χώμα ή στο...
πάλκο.
ΟΙ ΙΑΠΩΝΕΖΙΚΕΣ ΦΑΛΛΟΦΟΡΙΕΣ...
Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί Ποιητικής» παρατηρεί: «Αφού λοιπόν γινόταν αρχικά αυτοσχέδιος, και αυτή και η κωμωδία, και η μεν από των εξαρχόντων τον διθύραμβον, η δε από των εξαρχόντων τα φαλλικά, τα οποία ακόμα και τώρα σε πολλές πόλεις διατηρούνται και γιορτάζονται». Ο διθύραμβος, απ’ όπου γεννήθηκε η τραγωδία, είχε αρκετά κωμικά και σατυρικά στοιχεία.
«Φαλλικόν είναι ποίημα αυτοσχέδιον επί τω φαλλώ αδόμενον». Ητανε τραγούδια πειραχτικά και βωμολοχικά, που τραγουδούσανε μπουλούκια από μεθυσμένους (κώμοι). Αυτοί περιέφεραν έναν φαλλό τεράστιο, ιερό σύμβολο για να έχει γονιμότητα η φύση. Μια σημερινή Αποκριά, αλλά πολύ πιο ελευθερόστομη. Η κωμωδία, που κατάγεται από τα φαλλικά, φαίνεται και στις φοβερές βωμολοχίες, στο λεγόμενο «κωμωδείν», και στο γεγονός ότι οι υποκριτές στην κωμωδία, οποιοδήποτε πρόσωπο καν αν υποκρίνοταν, έφεραν πάντα κρεμασμένο ένα δερμάτινο φαλλό. Κι ερχόμαστε στα τωρινά «Φαλλοφόρια».
«Ψωμί και τυρί, τον Κύριον υμνείτε. Αν είναι και κρασί, υπερψωλοϋψούτε. Αν είναι και μουνί, εις πάντας τους αιώνας».
Αιδοίου δοξαστικό
Αποκριάτικο δοξαστικό τροπάρι για το γυναικείο αιδοίο. Στη Λέφκη που τη λένε Μάβρη, στην Αίγενα και στη Μάβρη που τη λένε Λέφκη, για να ομορφύνουνε τον τόπο, στην «Καρούλα» μαζεύονται και οργιάζουν οι αποκριάτικοι Καλικάντζαροι, θαλασσομούνια και θαλασσόμπουτσοι:
«Το μουνί το λένε Γιώτα, και το μπούτσο Παναζώτη, το κεφάλι μπαίνει πρώτα, και τ’ αρχίδια κλειούν την πόρτα».
Είναι μια σιδεροπλουμισμένη πόρτα, κατεβαίνεις μερικά σκαλοπάτια και βρίσκεσαι στην υπόγα, στο κουτούκι, όπου ο βωμός που έστησε ο Αριστοφάνης, για τον μπεκρούλιακα θεό Διόνυσο. Ορθόμπουτσος καβλωμένος, σμιλεμένος σε μάρμαρο. Γύρω η «Καρούλα», όπου εκεί πάνω τελετουργούνται τ’ αποκριάτικα όργια με διάφορους καβλομεζέδες, βαρελίσιο κρασί και όργανα:
«Το μπουζούκι παίζει ο σπάρος, μπαγλαμά ο μπακαλιάρος, την κιθάρα η σαρδέλλα, τραγουδίστρα η μποτέλα».
Πολύ παλιά η Μάβρη ήτανε θάλασσα, γεμάτη θαλασσομούνια. Πλακώσαν οι θαλασσόμπουτσοι και τα ξεπατώσανε στα γαμήσια. Μαύρισε ο τόπος και τον ονομάσανε Μάβρη.
Εδώ ο Αριστοφάνης μαζώνει τους «Ονοκώλες»: Γιανίτσαρους, Κουδουνάτους, Τράγους, Προσώπεια, Μουτζούνες, Μασκαράδες, Καρνάβαλους.
Είναι και οι αριστοφανικές αγαθομούνες: Απλετώ, Βυζώ, Γελώ, Βαρδένα, Μαρμάρω, Πετασιά, Χαμοδράκαινα, Στρίγγλα, Ψωλορουφήχτρα, Λυσιστράτα, που θέλει τον Αριστοφάνη να χορεύει με τον καβλωμένο μπούτσο του και να της τον χώνει στο ανάκλιντρο, γιατί αλλιώς θα τονε κουρέψει και θα κάνει το κεφάλι του κώλο ξεβράκωτο.
Του Αριστοφάνη
Στην αποκριάτικη «Καρούλα» η ταβέρνα «Ο Αρχιδομουνοκωλόβυζος» (γωνία Ορθοπούτσογλου και Πλακουμουνίου 3), με μεγάλη ποικιλία από μεζέδες, ο σεφ Παναζώτης Καβλιάρης προτείνει: κώλο ζωντοχήρας τριαντάχρονης, μουνί δασκάλας στη σχάρα, μουνί παπαδιάς πιλάφι, πούτσο καλογήρου κοκορέτσι, μουνί δακτυλογράφου σωτέ κ.λπ. Εξόν από κρασί βαρελίσιο, σερβίρονται και τα ποτά: πορδή εμφιαλωμένη, κάτουρα καλογήρου Πεντέλης. Γιατί εδώ,
«Ο θεός Διόνυσος δεν κάνει κρίση, στο φαΐ και στο γαμήσι».
Υστερα από μια σπονδή που κάνει ο Αριστοφάνης, αρχίζουνε τα «Φαλλοφόρια», οργιαστικά, αποκριάτικα:
«Τις μεγάλες αποκρές, στέκουν οι ψωλές ορθές, και την Καθαρή Δευτέρα, παίρνουν τα μουνιά αέρα».
Ο Αριστοφάνης διαλαλεί: «Φίλος επιζήμιος, εχθρός αποκαλείται». Και οι βακχιστές τραγουδάνε:
«Κάτω στις αλυγαριές,
φέραν δυο σακιά ψωλές,
το ακούσαν οι κοπέλες,
τρέχουνε ξελιγωμένες,
το μαθαίνουνε οι χήρες,
τρέχουνε οι κακομοίρες,
τρέχει και μια παπαδιά,
δεν επρόφτασε καμιά,
πιάν’ αδειάζει τα τσουβάλια,
βρίσκει μια με δυο κεφάλια.
-Τουτ’ είναι καλή για μένα,
πουν τα σπλάχνα μ’ αναμμένα,
Σαν την ένιωθε στα σκέλια,
λιγωνότανε στα γέλια».
φέραν δυο σακιά ψωλές,
το ακούσαν οι κοπέλες,
τρέχουνε ξελιγωμένες,
το μαθαίνουνε οι χήρες,
τρέχουνε οι κακομοίρες,
τρέχει και μια παπαδιά,
δεν επρόφτασε καμιά,
πιάν’ αδειάζει τα τσουβάλια,
βρίσκει μια με δυο κεφάλια.
-Τουτ’ είναι καλή για μένα,
πουν τα σπλάχνα μ’ αναμμένα,
Σαν την ένιωθε στα σκέλια,
λιγωνότανε στα γέλια».
Ξεπετάγεται ένας «Ονόκωλος» και ξεφωνίζει:
«Το μουνί το λένε Νι
και τον μπούτσο Νικολή,
το μουνί το κακαράτο,
κακαρίζει μες στο βάτο.
Του μουνιού σου το γλωσσίδι,
μούριξε κλωτσιά στ’ αρχίδι.
Το μουνί δεν είν’ αρνί,
να το βάλεις στο παχνί.
Το μουνί θέλει παιχνίδι,
με τον μπούτσο με τ’ αρχίδι.
Το μουνί δεν είναι βιόλα,
να το παίζουνε πολλοί.
Το μουνί και το χταπόδι,
όσο το χτυπάς απλώνει».
και τον μπούτσο Νικολή,
το μουνί το κακαράτο,
κακαρίζει μες στο βάτο.
Του μουνιού σου το γλωσσίδι,
μούριξε κλωτσιά στ’ αρχίδι.
Το μουνί δεν είν’ αρνί,
να το βάλεις στο παχνί.
Το μουνί θέλει παιχνίδι,
με τον μπούτσο με τ’ αρχίδι.
Το μουνί δεν είναι βιόλα,
να το παίζουνε πολλοί.
Το μουνί και το χταπόδι,
όσο το χτυπάς απλώνει».
Μια καψωμούνα φωνάζει, στριγγλίζει:
«Μάστορά μου στη ζωή σου, κάνε μια σαν τη δική σου, νάχει μπούκα, νάχει αφάλι, σαν του γαϊδουριού κεφάλι».
Η ταβέρνα «Αρχιδομουνοκωλόβυζος» έχει και «μπουρανί», το αποκριάτικο καβλοφαγητό που γίνεται στον Τύρναβο:
«Μπρε, μπρε, μπρε το μπουρανί,
κι τσ’ Χαλάτσινας το μουνί.
Τρεις καλές νοικοκυρές
στο προσήλιο κάθονταν,
τα μουνιά τους ήλιαζαν,
μπαταριές τα τίναζαν.
Τις τρανές Αποκριές,
αποκρέβουν το τυρί,
αποκρέβουν και το νταρί,
και την Καθαρά Δευτέρα,
παίρνουν τα μουνιά αέρα.
Και του Αη Θοδώρη το Σαββάτο,
κλαίει ο μπούτσος σαν το γάτο».
κι τσ’ Χαλάτσινας το μουνί.
Τρεις καλές νοικοκυρές
στο προσήλιο κάθονταν,
τα μουνιά τους ήλιαζαν,
μπαταριές τα τίναζαν.
Τις τρανές Αποκριές,
αποκρέβουν το τυρί,
αποκρέβουν και το νταρί,
και την Καθαρά Δευτέρα,
παίρνουν τα μουνιά αέρα.
Και του Αη Θοδώρη το Σαββάτο,
κλαίει ο μπούτσος σαν το γάτο».
Στην αριστοφανική ταβέρνα «Αρχιδομουνοκωλόβυζος» κερνάνε κι επιδόρπια. Γλυκίσματα: ψωλόχυμα κρέμα σαντιγύ, μουνόχειλα χανούμ μπουρέκ, μουνότριχες κανταΐφι, αρχίδια καλόγερου κομπόστα, βυζόρωγες δεκαοχτάρας παγωτό τουρλέ (σπεσιαλιτέ). Φρούτα: καρεκλάτο, συντριβανάτο, πισωκολλητό, τσιμπούκια για γλείψιμο.
Ο Αριστοφάνης στη Μάβρη που τη λένε Λέφκη ξεκαθαρίζει: «Εδώ στην “Καρούλα” ούτε ο θεός μάς ενοχλεί». Είναι σύγχρονα «Φαλλοφόρια» που συνεχίζουνε την παράδοση από την αρχαιότητα. Ο διθύραμβος με σπέρματα στην τραγωδία.
ΒΑΣΙΛΗ Σ ΠΛΑΤΑΝΟΣ (Φωτογραφία ΠΕΟΦΙΛΟΣ, από το Μπουρανί στον Τύρναβο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.