Ο πάλαι ποτέ πρωθυπουργός, Γιώργος Παπανδρέου ήθελε κυβέρνηση με άφθαρτους και γυμνασμένους. Ήθελε οικολογία, εταιρική ευθύνη, μοντέρνα εργαλεία στη διαχείριση.
Η «ουτοπία», όμως, που έχτισε με τους εκατόγχειρες του Σκάι και του Μέγκα δεν του βγήκε. Για να κρατηθεί έπρεπε να συνθηκολογήσει με τους πλέον «χορτάτους». Να κάνει συμφωνίες για να μην καταποντιστεί δια παντός και αμετάκλητα. Να στοιχίσει τη θατσερική φράξια της αγοράς με την κομματική τάση στελεχών που θυσιάζουν και τη μάνα τους για ένα χιλιοστό υπουργικής καρέκλας.
Πήρε, λοιπόν, την εξουσία με τον ελιγμό του κατεργάρη, ο οποίος εξ επαγγέλματος παραπλανεί επ’ ωφελεία του το ποίμνιο που θέλει ηγέτη με σενάριο παροχών. Εστίασε προεκλογικά στη λέξη λεφτά. Αφού τα λεφτά αρέσουν πάντα. Κι αυτό διότι λίγα χρόνια πριν τον Σημίτη, ο οποίος έστησε εκσυγχρονισμό, ημιαπασχόληση και κοινωνικό αυτοματισμό, οδήγησε στη διαφθορά γενναίο τμήμα της μεσαίας τάξης που αγόραζε και πουλούσε λεφτά με τα λεφτά. Της μεσαίας τάξης που για να συρρικνωθεί και να κάτσει στ’ αυγά της έπρεπε πρώτα να φουσκώσει σαν...
παγώνι και να συντηρήσει μπετόβεργες για πανωσήκωμα.
Τα πρώτα δάνεια πέσανε στα στεγαστικά και τις προσδοκίες των πολλών κυβικών. Τα ψιλά γράμματα είχαν φαρμάκια και μια εντροπία προς την πηγή των αποφάσεων. Η χώρα μας στήθηκε πάνω στα δάνεια και τον θαυμασμό των ξένων γι’ αυτό που υπήρξε κάποτε. Στη νεότερη ιστορία χρεωθήκαμε το δεσποτισμό της άποψης που είχαν οι ξένοι για μας. Απείθαρχοι αλλά και πειθαρχημένοι. Εξεγερμένοι αλλά και λούμπεν.
Άλλωστε, οι τραγωδίες συχνά επωάζονται απ’ τις κοινωνίες που θέλουν να τις αποφύγουν. Ένας λαός, ο οποίος πληρώνει με αίμα περιοδικά την τύχη ή την ατυχία να γεννηθεί σε σταυροδρόμι πολιτισμών, φυσικής ομορφιάς και πλούτου. Δύσκολα παίρνει κάποιος μυρουδιά πως διανύουμε το τελευταίο στάδιο ενός κόσμου που τον διαχειρίζεται αυτός που χρειάζεται τις μάζες για να μπορεί να υπάρχει εκείνος και μόνο. Μια δράκα που ανακυκλώνει και ανακυκλώνεται. Που κρατήθηκε με τη συνδρομή μιας διανόησης-γελωτοποιός, εν πολλοίς, της αυλής. Που «είδε μακριά» επινοώντας παρδαλές αριστεροσύνες (βλέπε «Αριστερά της ευθύνης»). Που χάιδευε όσους ήθελαν το ονοματάκι τους στα βιβλία ιστορίας και στα εγκώμια κάποιων δήμιων της γραφής. Που, στο τέλος, καίει την ισχύ των ίδιων των δυνάμεων της.
Ζούμε πια το ζενίθ του θεάματος. Επινοήθηκε ακόμη κι η συντέλεια του κόσμου σε απ’ ευθείας μετάδοση μόνο και μόνο για να ερεθίσει την ψυχοτρόπο ανάγκη του πλήθους. Οι μαυραγορίτες της κατοχής, όταν κάποιος τους έψεγε για τη συμπεριφορά τους, αντιδρούσαν λέγοντας πως πόλεμος είναι ευκαιρία. Πράγματι ο πόλεμος ήταν ευκαιρία γι’ αυτούς. Αφού μπόρεσαν ως κατσαρίδες να επιβιώσουν μέσα στον κοινωνικό τους βόθρο, έγιναν μετέπειτα βιομήχανοι, εφοπλιστές, και πολιτικές οικογένειες. Έγιναν ιδιοκτήτες ΠAE, χορηγοί, ευεργέτες. Στις αποθήκες του Παπαστράτου ξεψύχησαν μπόλικοι φθισικοί μα ο Παπαστράτος είναι ευεργέτης για τους Αγρινιώτες. Ο Ωνάσης βούλιαζε τα καράβια του για να αρμέγει τις ασφάλειες, μα οι Λευκαδίτες του χτίσανε άγαλμα.
Σήμερα, αναπολούμε αυτούς τους μονοφυσίτες του πλούτου μιας και οι απόγονοι τους έγιναν πιο στυγνά κυνικοί. Χτίζουν μηχανισμούς, ιδρύματα, υπερόπλα. Φτιάχνουν τους Παπανδρέου της αγοράς και τις Μπίστηδες της Αριστεράς με τα απωθημένα και τις φροϋδικές σούστες. Στρατολογούν την αύρα και την ξινίλα διορισμένων απ’ τα γεννοφάσκια σε μηχανισμούς για να ξεκοιλιάσουν παιδεία, εργασία και λοιπά άλλα.
Για να αναγνωρίσεις, όμως, τώρα, έναν μαυραγορίτη αρκεί να ακούσεις απ’ τα χείλη του ότι η κρίση είναι ευκαιρία. Σαν να λες πως ο καρκίνος είναι ευκαιρία για τους καρκινοπαθείς ή το σύνδρομο καπόζι είναι ευκαιρία για τους οροθετικούς. Η κρίση είναι πράγματι ευκαιρία για το αρπαχτικό που σου κλέβει το μισό μισθό, που σε χαρατσώνει, σε εξευτελίζει, σε φτύνει στα μούτρα. Διότι τα χρήματα τα κομμένα και τα ραμμένα κάποιοι τα τρώνε και κάποιοι τα καταστρέφουν. Τα γκουρμέ και τα χρυσάφια τους, τα κότερα και οι ελεημοσύνες τους είναι τα οχτάωρα (και πλέον) της χαμένης νιότης της κάθε μάνας, τα εμφράγματα του κάθε πατέρα, το ξυλοκόπημα του κάθε θείου στην ασφάλεια και η μελαγχολία (ημών) των νέων για το σακάτεμα μιας ζωής.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΓΚΑΙΜΠΕΛ
ΑπάντησηΔιαγραφήΨέμα, προπαγάνδα και λάσπη οι ιδεολογικοί απόγονοι του ΓΚΕΜΠΕΛ.
Αυτά είναι τα υλικά που έκτισαν oi Γκεμπελικοί την θεωρία της βρώμικης απαξίωσης του αντιπάλου. Τα ίδια υλικά χρησιμοποιεί σήμερα και η χρυσή αυλή.
Πρώτα παρουσιάζει το θέμα , διαστρεβλωμένο, φανταστικό , και πολλές φορές ανύπαρκτο, με σκοπό να δημιουργήσει την πρώτη εντύπωση αντιπάθειας προς τον χειριστή ή και «δημιουργό» , του προβλήματος.
Δεύτερο. Αρχίζει από την αντίθετη πλευρά του αποτελέσματος χωρίς να εμφανίζει πουθενά τους όρους , τις συνθήκες και τις δυνατότητες για την σωστή εκτέλεση του προγράμματος ή του έργου. Ταυτόχρονα κάνει ψεύτικες και ανήθικες συγκρίσεις με άλλα παρεμφερή θέματα , που ο αναγνώστης είτε δεν γνωρίζει , είτε ξέρει ελάχιστα.
Τρίτο. Ρίχνουν βρώμικη λάσπη στον ανεμιστήρα. Ειδικότερα στο διαδίκτυο γράφουν το πρόβλημα και τα πρόσωπα με ΜΕΓΑΛΑ γράμματα, για να δημιουργήσουν εντυπώσεις, ενώ η λάσπη έχει καλύψει τα πάντα. Στο τέλος και αφού ο αναγνώστης έχει διαβάσει το μισό και καταλαβαίνει τη,,συνέχεια , βάζουν στο τέλος ένα μικρό ερωτηματικό για να δείξουν ότι ..ρωτάνε και δεν κατηγορούν ΚΑΝΕΝΑ για όσα γράφουν.
Έτσι ΠΛΗΡΩΝΟΝΤΑΙ με χρυσάφι για να’’ ντύσουν και στολίσουν’’ τον αντίπαλο του ’’αφεντικού τους’’ με τα κατάλοιπα της βρώμικης και πληρωμένης ασυνειδησίας τους.