Το γέρικο μπακάλικο, απόψε δεν λέει να κατεβάσει τα ρολά, γέλια και φωνές βγαίνουν, πνίγουν τον άδειο δρόμο.
Είναι η σκληρή ρετσίνα, με φόρα πάει προς τα κάτω, είναι η παγωμένη, σκούρα βραδιά, μπα, μάλλον είναι που στέκουμε ακόμη ζωντανοί, στέκουμε σαν ολόδροσα φύλα, μιας ξεδιάντροπης, πρόστυχης Μουριάς, αυτής που στέκει έξω από το μαγαζί κλέβοντας, σιωπηλή, τις καπνίσμενες ανάσες μας.
Μιλούν πιο μέσα στα αφώτιστα, για σένα, λένε για μένα, εκείνα που άκουσαν, που είδαν, μα ποτέ δεν έζησαν. Εκείνα που με πείσμα πάλεψαν το χρόνο και χάσαν, όπως όλα, στα σημεία.
Δεν περιγράφεται το καθημερινό, κάπως σαν τον πικρό, τον σκέτο, ένας καφές που ψήνεται μόνο για να ξυπνήσεις, έτσι και η προσωπική, μικρή στιγμή, ποιόν να νοιάζει το καθυστερημένο λεωφορείο, το άδειο απο μονάδες κινήτο, η αγάπη, που πάνω στη στροφή γίνηκε ...συμπόνοια.
Ακροατές, στημένοι στο ξεφτισμένο σίδερο που μοιάζει με τραπέζι, μόνο η λάμπα νέον, όλασπρη, φτύνει δικό της φως κι αυτό πληρωμένο από τον μπακάλη, τον Φίλιππα, που θέλει να μας διώξει.
Πάμε ξανά, μαριονέτες, ψάχνουμε μονάχα θεατές, ηθοποιοί μικρών στιγμών, μοιράζουμε των άλλων εμπειρίες.
Κάνω μια γύρα, χαζεύω βλέμματα, ψάχνω την υποψία του πιθανού εγκληματία, του γείτονα, που απλά θα διαφωνήσει.
Σε κάθε λέξη και μια αποδοχή, μια συμφωνία, όλα θα ακολουθήσουν τη γραμμή κι αν είναι τεθλασμένη, ας κοπούν χέρια και πόδια, ό,τι εξέχει αλλά μπορεί να σηκωθεί.
Πότε διαφώνησες με τα όνειρα σου, ρώτησε ο γέρος τον διπλάνο, τον μισομεθυσμένο βορειοηπειρώτη κι εκείνος αφού έστιψε το ποτήρι βαθειά μέσα στα σπλάχνα του, γύρισε, τον κάρφωσε με τα Ιλλυρικά του μάτια: “από τότε που είπα πως είμαι Έλληνας”, αποκρίθηκε.
Ξένος μέσα στους ξένους, χαθήκαμε στα λόγια, χάσαμε την πυξίδα και κάναμε τον μπούσουλα να γέρνει αριστερά, ενώ με το δεξί κρατούσαμε τα μπόσικα.
Δεν περιγράφονται τα πρόσωπα, δεν γράφει το μελάνι την ανάσα, μια σιωπή, σαν του καπνού ξεφύσημα, στάθηκε ψηλά, κοντά στη λάμπα νέον.
Ο Φίλιππας, ο μπακαλόγατος πετάχτηκε, έκλεισε τη τηλεόραση, πάνω στην ώρα που εικόνες Βόσπορου σάρωναν την οθόνη,
φώναξε βιαστικά:
-ώρα για ύπνο παληκάρια,
κι ο Αλβανός που δήλωνε Βορειοηπειρώτης μέσα στην παραζάλη ξανά μας κάρφωσε πάνω στις καρέκλες:
-Καλύτερα να πιούμε ακόμη μια, στο μεροκάματο που δεν λέει να φανεί.
Eξαιρετικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια για την ανάρτηση και τα σέβη μου στον συγγραφέα!