Καί δέν θά εἶχα ἀντίρρηση νά πετάξουμε πολλούς ἀπό τήν Ταρπηία Πέτρα διά τά φαῦλα πού ἔπραξαν καί γιά τήν πολιτική τοῦ Συβαριτισμοῦ πού καλλιέργησαν.
Κι ἐπειδή ἐνδέχεται κάποτε νά λάβουμε κάποιο μέτρο σωστό, δηλαδή γιά τή δημοκρατία σωστικό, ἐξηγῶ ὅτι Ταρπηία Πέτρα λεγόταν ὁ νότιος γκρεμός τοῦ Καπιτωλίου τῆς Ρώμης, ἀπ᾽ ὅπου ρίχνονταν οἱ κακουργήσαντες πολίτες (οἱ δοῦλοι σταυρώνονταν).
Ἀλλά δέν εἶναι σωστό ὅλα τά errata(= ἡμαρτημένα) νά τά φορτώνουμε στούς πολιτικούς καί νά μένει στό ἀπυρόβλητο ἡ πνευματική ἡγεσία τοῦ τόπου αὐτοῦ.
Ἀλλά δέν εἶναι σωστό ὅλα τά errata(= ἡμαρτημένα) νά τά φορτώνουμε στούς πολιτικούς καί νά μένει στό ἀπυρόβλητο ἡ πνευματική ἡγεσία τοῦ τόπου αὐτοῦ.
Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι πρέπει νά δροῦν ὅπως οἱ χῆνες τοῦ Καπιτωλίου. Νά ἀγρυπνοῦν καί νά ...προειδοποιοῦν. Πληρώνουμε εὐρώστους μισθούς σέ ἑκατοντάδες μεγαλοθεσίτες οἰκονομολόγους. Γιατί δέν μίλησαν γιά τήν ἐπερχόμενη κρίση; Τηροῦσαν σιγή ἀσφαλείας γιά νά μήν τούς κοποῦν κάποια «προγράμματα» ἤ γιά νά μήν κοποῦν ἀπό κάποιες ἐπιτροπές «σοφῶν»;
Ἀσφαλῶς καί οἱ λογοτέχνες δέν θά ᾽πρεπε νά εἶναι «σύννεφα μέ πανταλόνια», γιά νά μιλήσω Μαγιακοφσκικῶς. Οὔτε αὐτοί ἀπαλλάσσονται ἀπό εὐθύνες. Ὁ Μπρέχτ εἶχε πεῖ πώς ὅταν ἔλθουν δύσκολοι καιροί, ὁ λαός δέν θά πεῖ τί ἔπραξαν οἱ πολιτικοί. Θά πεῖ: «Γιατί δέν μίλησαν οἱ ποιητές;». Μήπως γιά νά μή χάσουν κάποιο κρατικό βραβεῖο ἤ κάποια θέση σέ ὑπουργεῖο;
Σήμερα ὀ λαός φτύνει τούς πάντες. Διότι τάχα τόν πρόδωσαν. «Ἀλλ᾽ οἱ κατ᾽ ἄνεμον πτύοντες τά ἑαυτῶν πρόσωπα πτύουσι». Καθρέφτες ὑπάρχουν σέ κάθε σπίτι. Ἄς κοιταχτεῖ καθείς, κι ἐκεῖ ἄς φτύσει. Διότι, ἄν φταῖνε οἱ πολιτικοί, φταίει κι ὁ πολίτης. Εἰκόνα του εἶναι –γιά νά τό πῶ κατά τόν τρόπο τῆς Γαλάτειας Καζαντζάκη– οἱ πολιτικοί, καί τοῦ μοιάζουν. Κάποιοι πολιτικοί μπορεί νά «ἔφαγαν». Ὁ λαός τούς ψήφιζε γιά νά μπορεῖ νά «τρώει» κι αὐτός. Νά μπορεῖ νά παραβαίνει τό νόμο, νά καταπατεῖ δημόσιες ἐκτάσεις, νά κτίζει αὐθαίρετα, νά πουλᾶ «ξίκικα», νά μήν πληρώνει πρόστιμα γιά παραβάσεις, νά διπλασιάζει τό κοπάδι του στά χαρτιά καί νά μοιράζεται τά λεφτά μέ τόν «μετρητή» τῆς νομαρχίας. Κι ὅταν ἔπεφτε χαλάζι, νά κάνει –σάν τόν «κεφαλονίτικο παπά»– τά 12 χαλαζόπληκτα στρέμματα 13 καί κάτι παραπάνω.
Φταίει κι ὁ λαός πού ἔκανε τίς διαβόητες ἐπιδοτήσεις οὐίσκυ στά ἀναρίθμητα ἀνά τήν ἐπικράτεια «σκυλάδικα» (Γιαννοπουλικῶς «Κέντρα Πολιτισμοῦ») καί χαρτοπαίγνιο στά «τεμπελάδικα».
Φταίει ὁ λαός, διότι, ὅπως τό λέει ὁ Θουκυδίδης, ἤθελε νά βλέπει λόγια καί ν᾽ ἀκούει ἔργα.
Φταίει ὁ λαός πού ἔβαζε –καί βάζει– τό κόμμα πάνω ἀπό τήν πατρίδα.
Φταίει, γιατί ἔκανε τό κόμμα ὄργανο γιά τήν δική του «παρτίδα».
Φταίει ὁ λαός, γιατί ἀνέκτησε μιά χούφτα «μοσχανθούς» νά διαλύσουν τό σύμπαν κι αὐτός νά νανουρίζεται μέ τά «μπλά-μπλά» τῆς τηλοψίας.
Φταίει ὀ λαός, γιατί, κι ἄν καμμιά φορά ψήφισε καλούς, δέν τούς ἄφησε νά δράσουν καλά· τούς ὑποχρέωσε νά πράξουν ρουσφετολογικά.
Φταίει ὁ λαός, γιατί ἐνῶ ἦσαν πάντα στά ψηφοδέλτια κάποιοι ἄνθρωποι μέ ἀξία, αὐτός πήγαινε καί σταύρωνε τήν πλέον καλλιπάρειον «ἀρτίστα». Ἡ «ἀναγνωρισιμότητα» ἔφαγε τή δημοκρατία. Κι ἐνῶ ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ προσόντα, ἤθος καί κύρος, δέν τολμοῦν νά εἰσέλθουν στόν πολιτικό στίβο γιά νά μή γελοιοποιηθοῦν, ὑποσκελιζόμενοι ἀπό ἐπιδέξια μηδενικά. Ἔτσι τό κοινοβούλιο κατάντησε παθολογικό πάνθεον μικρότητας καί συναλλαγῆς.
Καί ἡ «Ζενέ ντορέ», ἡ χρυσή νεολαία μας (ὁ ὅρος εἶναι τοῦ 19ου αἰ.) ραχατεύει· καί ἐπέτρεψε νά ὑποκατασταθεῖ ἀπό θορυβώδεις ἀλλά καλά ὀργανωμένες μειοψηφίες πού κυρίως προέρχονται ἀπό ἀριστοκρατικές συνοικίες. Οἱ μπαμπάδες ἐλέγχουν τό κράτος καί οἱ βλαστοί τους τό παρακράτος. Ἰδού γιατί πολλοί ἐπώνυμοι κόπτονται ὑπέρ τῆς «κουκούλας», ἰδού γιατί –ὑπό τό πρόσχημα τῶν «προσωπικῶν δεδομένων»– διατηρεῖται ἡ ἀνωνυμία νεαρῶν ἐγκληματικῶς δρώντων. Κάτω ἀπό τήν «κουκούλα» κάποιου ἀνερμάτιστου ἠθικά νεανίσκου, πιθανῶς νά κρύπτεται ὁ γυιός κάποιου ἐπώνυμου «μεγαλίσκου».
Δέν θέλω πάντα νά γίνομαι δυσάρεστος καί «μάντις κακῶν». Ἀλλά δέν μπορῶ νά ἀκούω στήν τηλοψία αὐτή τήν γλοιώδη λαοκολακεία: «Ὁ λαός δέν φταίει». Πταίει καί παραπταίει! Ἀπό πολλές ἀπόψεις θυμίζει τούς Ἀργεντίνους μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς πού εἶχαν κάνει σύνθημα τό εἰλικρινέστατο: «Λαντρόνε νον λαντρόνε, θερέμος Περόνε» (= Κλέφτης ξεκλέφτης, ψηφίζουμε Περόν). Καί… πρόκοψαν! Ἔκαναν ἄρχοντες τούς Ναπολέοντες τοῦ ἐγκλήματος.
Γιά νά μήν ἔχουμε τέτοια φαινόμενα κι ἐδῶ, ἄν καί ὁ ἐγκληματικός Ναπολεοντισμός κάνει ἤδη «στράτα», εἶναι καιρός νά σταματήσει ἡ κυριαρχία τῶν «ἀπαράτσικ» (γιά νά ἐκφραστῶ κομμουνιστογλωσσικῶς), τῶν κομματικῶν στελεχῶν πού ἔχουν κάνει τό κράτος τσιφλίκι τους. Ἡ χωρίς προηγούμενο ἠθική χρεωκοπία τοῦ συνδικαλισμοῦ μετέτρεψε τήν ἄλλοτε εὔρωστη ἐργατοαγροτική μας τάξη σέ μιά ζαμπουνιάρικη (= ἀρρωστιάρικη) τάξη μέ βαρέμικες τάσεις. Λυπᾶμαι πού θά τό πῶ ὅσο κι ἄν εἶναι πικρό: Ἐνεργοῦμε σάν νά κουβαλᾶμε μέσα μας τήν ἐπιθυμία τοῦ θανάτου.-
Ἀσφαλῶς καί οἱ λογοτέχνες δέν θά ᾽πρεπε νά εἶναι «σύννεφα μέ πανταλόνια», γιά νά μιλήσω Μαγιακοφσκικῶς. Οὔτε αὐτοί ἀπαλλάσσονται ἀπό εὐθύνες. Ὁ Μπρέχτ εἶχε πεῖ πώς ὅταν ἔλθουν δύσκολοι καιροί, ὁ λαός δέν θά πεῖ τί ἔπραξαν οἱ πολιτικοί. Θά πεῖ: «Γιατί δέν μίλησαν οἱ ποιητές;». Μήπως γιά νά μή χάσουν κάποιο κρατικό βραβεῖο ἤ κάποια θέση σέ ὑπουργεῖο;
Σήμερα ὀ λαός φτύνει τούς πάντες. Διότι τάχα τόν πρόδωσαν. «Ἀλλ᾽ οἱ κατ᾽ ἄνεμον πτύοντες τά ἑαυτῶν πρόσωπα πτύουσι». Καθρέφτες ὑπάρχουν σέ κάθε σπίτι. Ἄς κοιταχτεῖ καθείς, κι ἐκεῖ ἄς φτύσει. Διότι, ἄν φταῖνε οἱ πολιτικοί, φταίει κι ὁ πολίτης. Εἰκόνα του εἶναι –γιά νά τό πῶ κατά τόν τρόπο τῆς Γαλάτειας Καζαντζάκη– οἱ πολιτικοί, καί τοῦ μοιάζουν. Κάποιοι πολιτικοί μπορεί νά «ἔφαγαν». Ὁ λαός τούς ψήφιζε γιά νά μπορεῖ νά «τρώει» κι αὐτός. Νά μπορεῖ νά παραβαίνει τό νόμο, νά καταπατεῖ δημόσιες ἐκτάσεις, νά κτίζει αὐθαίρετα, νά πουλᾶ «ξίκικα», νά μήν πληρώνει πρόστιμα γιά παραβάσεις, νά διπλασιάζει τό κοπάδι του στά χαρτιά καί νά μοιράζεται τά λεφτά μέ τόν «μετρητή» τῆς νομαρχίας. Κι ὅταν ἔπεφτε χαλάζι, νά κάνει –σάν τόν «κεφαλονίτικο παπά»– τά 12 χαλαζόπληκτα στρέμματα 13 καί κάτι παραπάνω.
Φταίει κι ὁ λαός πού ἔκανε τίς διαβόητες ἐπιδοτήσεις οὐίσκυ στά ἀναρίθμητα ἀνά τήν ἐπικράτεια «σκυλάδικα» (Γιαννοπουλικῶς «Κέντρα Πολιτισμοῦ») καί χαρτοπαίγνιο στά «τεμπελάδικα».
Φταίει ὁ λαός, διότι, ὅπως τό λέει ὁ Θουκυδίδης, ἤθελε νά βλέπει λόγια καί ν᾽ ἀκούει ἔργα.
Φταίει ὁ λαός πού ἔβαζε –καί βάζει– τό κόμμα πάνω ἀπό τήν πατρίδα.
Φταίει, γιατί ἔκανε τό κόμμα ὄργανο γιά τήν δική του «παρτίδα».
Φταίει ὁ λαός, γιατί ἀνέκτησε μιά χούφτα «μοσχανθούς» νά διαλύσουν τό σύμπαν κι αὐτός νά νανουρίζεται μέ τά «μπλά-μπλά» τῆς τηλοψίας.
Φταίει ὀ λαός, γιατί, κι ἄν καμμιά φορά ψήφισε καλούς, δέν τούς ἄφησε νά δράσουν καλά· τούς ὑποχρέωσε νά πράξουν ρουσφετολογικά.
Φταίει ὁ λαός, γιατί ἐνῶ ἦσαν πάντα στά ψηφοδέλτια κάποιοι ἄνθρωποι μέ ἀξία, αὐτός πήγαινε καί σταύρωνε τήν πλέον καλλιπάρειον «ἀρτίστα». Ἡ «ἀναγνωρισιμότητα» ἔφαγε τή δημοκρατία. Κι ἐνῶ ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ προσόντα, ἤθος καί κύρος, δέν τολμοῦν νά εἰσέλθουν στόν πολιτικό στίβο γιά νά μή γελοιοποιηθοῦν, ὑποσκελιζόμενοι ἀπό ἐπιδέξια μηδενικά. Ἔτσι τό κοινοβούλιο κατάντησε παθολογικό πάνθεον μικρότητας καί συναλλαγῆς.
Καί ἡ «Ζενέ ντορέ», ἡ χρυσή νεολαία μας (ὁ ὅρος εἶναι τοῦ 19ου αἰ.) ραχατεύει· καί ἐπέτρεψε νά ὑποκατασταθεῖ ἀπό θορυβώδεις ἀλλά καλά ὀργανωμένες μειοψηφίες πού κυρίως προέρχονται ἀπό ἀριστοκρατικές συνοικίες. Οἱ μπαμπάδες ἐλέγχουν τό κράτος καί οἱ βλαστοί τους τό παρακράτος. Ἰδού γιατί πολλοί ἐπώνυμοι κόπτονται ὑπέρ τῆς «κουκούλας», ἰδού γιατί –ὑπό τό πρόσχημα τῶν «προσωπικῶν δεδομένων»– διατηρεῖται ἡ ἀνωνυμία νεαρῶν ἐγκληματικῶς δρώντων. Κάτω ἀπό τήν «κουκούλα» κάποιου ἀνερμάτιστου ἠθικά νεανίσκου, πιθανῶς νά κρύπτεται ὁ γυιός κάποιου ἐπώνυμου «μεγαλίσκου».
Δέν θέλω πάντα νά γίνομαι δυσάρεστος καί «μάντις κακῶν». Ἀλλά δέν μπορῶ νά ἀκούω στήν τηλοψία αὐτή τήν γλοιώδη λαοκολακεία: «Ὁ λαός δέν φταίει». Πταίει καί παραπταίει! Ἀπό πολλές ἀπόψεις θυμίζει τούς Ἀργεντίνους μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς πού εἶχαν κάνει σύνθημα τό εἰλικρινέστατο: «Λαντρόνε νον λαντρόνε, θερέμος Περόνε» (= Κλέφτης ξεκλέφτης, ψηφίζουμε Περόν). Καί… πρόκοψαν! Ἔκαναν ἄρχοντες τούς Ναπολέοντες τοῦ ἐγκλήματος.
Γιά νά μήν ἔχουμε τέτοια φαινόμενα κι ἐδῶ, ἄν καί ὁ ἐγκληματικός Ναπολεοντισμός κάνει ἤδη «στράτα», εἶναι καιρός νά σταματήσει ἡ κυριαρχία τῶν «ἀπαράτσικ» (γιά νά ἐκφραστῶ κομμουνιστογλωσσικῶς), τῶν κομματικῶν στελεχῶν πού ἔχουν κάνει τό κράτος τσιφλίκι τους. Ἡ χωρίς προηγούμενο ἠθική χρεωκοπία τοῦ συνδικαλισμοῦ μετέτρεψε τήν ἄλλοτε εὔρωστη ἐργατοαγροτική μας τάξη σέ μιά ζαμπουνιάρικη (= ἀρρωστιάρικη) τάξη μέ βαρέμικες τάσεις. Λυπᾶμαι πού θά τό πῶ ὅσο κι ἄν εἶναι πικρό: Ἐνεργοῦμε σάν νά κουβαλᾶμε μέσα μας τήν ἐπιθυμία τοῦ θανάτου.-
Σαράντος Καργάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.