Η συνεδρίαση της βουλής είχε μόλις τελειώσει. Ο βουλευτής πλησίασε τον συνάδελφό του και, σχεδόν συνωμοτικά, του ψιθύρισε: «Κάνεις λάθος. Δεν είμαι στη λίστα». Επειτα, έβγαλε το φίνο μεταξωτό μαντίλι του, το βούτηξε σε ένα ποτήρι νερό που βρισκόταν ακριβώς μπροστά του και άρχισε να τρίβει δυνατά τη χωρίστρα του. «Βλέπεις, δεν ξεβάφει. Θέμα DNA, αγαπητέ. Θέμα DNA» είπε και αποχώρησε με το μαλλί του να ανεμίζει περήφανα.
Το παραπάνω περιστατικό είναι αληθινό. Διαδραματίστηκε σε μια εποχή που τα πράγματα στο ελληνικό Κοινοβούλιο φάνταζαν πολύ πιο ανέμελα. Δεν υπήρχαν μνημόνια, δεν υπήρχε ένταση, δεν υπήρχαν προανακριτικές. Ούτε καν η περιβόητη λίστα Λαγκάρντ. Υπήρχε, όμως, μια άλλη λίστα, την οποία είχε συντάξει άτυπα μια υπερκομματική επιτροπή: η λίστα των βουλευτών που βάφουν τα μαλλιά τους. Ο αριθμός άγγιζε και αγγίζει μέχρι και σήμερα τουλάχιστον 15 με 20 άτομα. Ισως και
περισσότερα.
Ο υπουργός που άσπρισε σε μια νύχτα...
«Δεν υπάρχει ουδεμία διάθεση κουτσομπολιού πίσω από τη σύνταξη αυτού του καταλόγου» συνήθιζε να επαναλαμβάνει τότε ένας από τους πρωτεργάτες της κίνησης στο καφενείο της Βουλής. «Απλώς, είναι ένας τρόπος να περιγράψεις με σαρκασμό μια πτυχή ενός γελοίου ναρκισσισμού».
H συγκεκριμένη λίστα για αρκετό καιρό προκαλούσε πονοκέφαλο στους βουλευτές που επιχείρησαν χρωματικές επεμβάσεις στα μαλλιά τους. Ακόμη συζητείται η ιστορία νυν υπουργού, ο οποίος άσπρισε κυριολεκτικά εν μιά νυκτί, όταν έμαθε ότι το όνομά του συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο, αποφασίζοντας να απέχει διά παντός πλέον από τα χρωμοσαμπουάν. Η διαρροή των ονομάτων των βουλευτών που επέλεξαν να βάψουν τα μαλλιά τους στις παραπολιτικές στήλες των εφημερίδων δεν ήταν διόλου κολακευτική για το πολιτικό προφίλ τους.
Φυσικά, κάποιοι βουλευτές παρέμειναν απτόητοι από τα σχόλια. Χαρακτηριστική περίπτωση, βουλευτής του Νομού Ηλείας, ο οποίος στάθηκε άτυχος όταν, εξαιτίας ανωμαλιών κατά την εφαρμογή της βαφής, έκαψε ένα μέρος των μαλλιών του, με αποτέλεσμα να κυκλοφορεί στα βουλευτικά έδρανα με καψαλισμένο κεφάλι για μεγάλο διάστημα. Από την άλλη πλευρά, όπως εξομολογούνται στο ΒΗmagazino κάποιοι πολιτικοί, αρκετοί ήταν οι πολιτικοί άνδρες που έπεσαν θύματα ατυχών παρεξηγήσεων. Οπως ένας βουλευτής που, επειδή η ξανθή κόμη του άνοιγε με τον ήλιο το καλοκαίρι, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διαψεύδει ότι καταφεύγει σε ανταύγειες.
Η είδηση περί βαμμένων ή άσπρων μαλλιών ενός πολιτικού άνδρα φαίνεται ότι επηρέαζε ανέκαθεν τις συζητήσεις στη δημόσια σφαίρα. Είναι χαρακτηριστική η πολύκροτη δήλωση του υιού του πρώην πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, Αντρίκου. «Δεν τον βλέπετε; Του πατέρα µου τα µαλλιά άσπρισαν µέσα σε τρεις µήνες. Το παλεύει όσο µπορεί, στενοχωριέται, προσπαθεί» έχει πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στο «Βήμα» τον Σεπτέμβριο του 2011.
Το «σύνδρομο» της Κίνας
Η συζήτηση επανήλθε πριν από λίγες ημέρες. Το BBC πραγματοποίησε πρόσφατα έρευνα σχετικά με τη μαζική τάση των κινέζων βουλευτών να εμφανίζονται με την ίδια βαφή μαλλιών. Οπως φαίνεται και στις φωτογραφίες, το σύνολο των βουλευτών ποζάρει με μαύρα μαλλιά, με λιγοστά γκρίζα να διαταράσσουν την ομοιομορφία. Ο μοναδικός που έκανε τη διαφορά ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Ζου Ρονγκί, τον περασμένο Νοέμβριο, στην καθιερωμένη συνάντηση των παλαιών αξιωματούχων. Εμφανίστηκε με γκρίζα μαλλιά και το Weibo, η κινεζική εκδοχή του Twitter, πήρε φωτιά από την πρωτοφανή παράκαμψη του «πρωτοκόλλου». Σύμφωνα με τους πολιτικούς αναλυτές που μίλησαν στο ΒΒC, τα βαμμένα μαλλιά των πολιτικών ανδρών στην Κίνα, εκτός από την ανάγκη των βουλευτών να δείχνουν νέοι και ακμαίοι, εκφράζει την αρχή της ομοιομορφίας που διέπει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι βουλευτές όχι μόνο δεν θέλουν να ξεχωρίσουν, αλλά επιθυμούν να ισοπεδώσουν οποιαδήποτε μορφή ατομικότητας. Οπως είπε στο BBC ο Τζέρεμι Γκόλντκορν, πολιτικός αναλυτής με βάση το Πεκίνο, «είναι και ένας τρόπος να αποφευχθεί η ευθύνη των δύσκολων ή λάθος αποφάσεων. Ενας πολιτικός που δεν ξεχωρίζει από τον σωρό νιώθει πιο ασφαλής...».
Τα βάφει και ο Ομπάμα;
Αν στην Κίνα, όμως, οι λόγοι είναι η αφοσίωση στο πρωτόκολλο, στις ΗΠΑ τα κίνητρα είναι διαφορετικά: η επικοινωνία. Τον Φεβρουάριο του 2011, η Μισέλ Ομπάμα, καλεσμένη στην εκπομπή «Today», ήρθε αντιμέτωπη με μια άβολη ερώτηση. Ο δημοσιογράφος, αφού παρουσίασε φωτογραφίες του Μπαράκ Ομπάμα όπου διακρίνονταν αρκετές γκρίζες τρίχες να κοσμούν την κόμη του, έκανε μια αντιπαραβολή με απογευματινές λήψεις, στις οποίες τα μαλλιά του, ως διά μαγείας, είχαν επανέλθει στην πρώτη τους νιότη. Το ερώτημα ήταν ένα: ο πρόεδρος βάφει ή όχι την κόμη του; Φυσικά, η απάντηση της πρώτης κυρίας ήταν αναμενόμενη. Απέδωσε τη χρωματική εναλλαγή στον τρόπο με τον οποίο πέφτει το φως. «Εχει γκρίζα μαλλιά. Νομίζω πως αν γνώριζε ότι θα γινόταν πρόεδρος, θα είχε ξεκινήσει να βάφει τα μαλλιά του εδώ και δέκα χρόνια» σημείωσε χαρακτηριστικά.
Η συζήτηση, βέβαια, για την ύπαρξη γκρίζων η μη τριχών επί της κεφαλής του Ομπάμα δεν ήταν κάτι καινούργιο. Είχε ξεκινήσει ήδη στην πρώτη προεκλογική εκστρατεία του, το 2008, με μια υπερπροσπάθεια, όπως λέγεται, του επικοινωνιακού επιτελείου του να τον εμφανίσει με γκρίζα μαλλιά. Ο στόχος; Να παρουσιαστεί στους ψηφοφόρους το ίδιο «ώριμος», όσο μαρτυρούσε το κατάλευκο κεφάλι του αντιπάλου του, Τζον Μακ Κέιν. «Οταν ξεκίνησα αυτή την καμπάνια, φαινόμουν νέος. Πλέον, όχι» δήλωνε χαρακτηριστικά ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ. Δεν ήταν λίγες, λοιπόν, οι κακές γλώσσες που εκείνη την εποχή έκαναν λόγο για άσπρες πινελιές που προστέθηκαν επί τούτω στην κεφαλή του, όπως μάλιστα λέγεται ότι συνέβη και στην περίπτωση του Μπιλ Κλίντον.
Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για το χρώμα της κόμης των αμερικανών προέδρων δεν ξεκινά ούτε στα χρόνια του Κλίντον ούτε σε αυτά του Ομπάμα. Μάλιστα, υπήρξε σαφώς εντονότερο στα χρόνια διακυβέρνησης του Ρόναλντ Ρίγκαν. Ο Ρίγκαν εξελέγη σε ηλικία 70 χρόνων, με τα ολόμαυρα μαλλιά του να λάμπουν από την μπριγιαντίνη, και ποτέ δεν παραδέχθηκε ότι τα βάφει. Δημοσιογράφοι είχαν φτάσει στο σημείο να επισκεφθούν τον κομμωτή του στο Μπέβερλι Χιλς, ώστε να λάβουν δείγμα τριχών προς εξέταση. Τα αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό: δεν υπήρχε ίχνος τεχνητής παρέμβασης, αν φυσικά είχαν λάβει το πραγματικό δείγμα του προέδρου.
«Η “ανάκριση του κομμωτή” είναι ένα είδος αναπλήρωσης του πολιτικού ενδιαφέροντος από την κοινωνική περιέργεια. Οσο μικραίνει το πρώτο, μεγαλώνει η δεύτερη» αναφέρει στο ΒΗmagazino ο πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής, Γιώργος Σεφερτζής. «Oσο μειώνεται η σημασία της πολιτικής άποψης, τόσο αυξάνεται η σημασία της προσωπικής ζωής. Είναι ο κανόνας του λάιφσταϊλ που διέπει το star system και, άρα, το πολιτικό σύστημα όταν ακολουθεί τις συνταγές του. Αλλωστε, η εποχή Ρίγκαν ήταν κατεξοχήν η εποχή της ταύτισης των δύο συστημάτων. Στους σημερινούς καιρούς, που τα μαλλιά των πολιτών ασπρίζουν από το άγχος της οικονομικής κρίσης και της κοινωνικής ανασφάλειας, οι όροι αναπαραγωγής και αποδοχής αυτών των συστημάτων ανατρέπονται άρδην».
«Αν έβαφα τα μαλλιά μου, δεν θα το παραδεχόμουν. Αλλά δεν τα βάφω, γι’ αυτό και η “ακεραιότητα” χαρακτηρίζει το κεφάλι μου» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ο πολιτικός αναλυτής Τζέιμς Κάρβιλ, ο οποίος τυγχάνει φαλακρός. Η φράση του συνοψίζει πλήρως το ταμπού ενός πολιτικού ανδρός να ομολογήσει ότι παρεμβαίνει χρωματικά στο κεφάλι του.
Η δίκη των βαμμένων μαλλιών
Τον Απρίλιο του 2002, η υπόθεση της κόμης τού τότε καγκελάριου της Γερμανίας, Γκέρχαρντ Σρέντερ, κατέληξε σε δικαστική διένεξη. Ολα ξεκίνησαν όταν σε ρεπορτάζ του πρακτορείου DDP μια ειδική σε θέματα επικοινωνίας ανέφερε ότι θα ήταν προτιμότερο να παραδεχτεί ο 58χρονος καγκελάριος πως βάφει τα μαλλιά του, σημειώνοντας μάλιστα ότι «είναι ζήτημα αξιοπιστίας».
Η υπόθεση τελικά έλαβε μεγάλες πολιτικές προεκτάσεις όταν ο βουλευτής της Χριστιανοκοινωνικής Ενωσης, Καρλ Γιόζεφ Λάουμαν, δήλωσε ότι «ένας πολιτικός που “πειράζει” τα μαλλιά του σίγουρα “πειράζει” και τα στατιστικά στοιχεία» αναφερόμενος στην οικονομική πολιτική τής τότε κυβέρνησης.
Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος ως εκείνη τη στιγμή φημιζόταν για την αίσθηση του χιούμορ του, αντέδρασε έντονα, ίσως επειδή σε λίγους μήνες πλησίαζαν και οι γενικές εκλογές. «Οποιος υποστηρίζει ότι βάφω τα μαλλιά μου είναι σαν να υποστηρίζει ότι είμαι ένας δηλωμένος ψεύτης» τόνισε.
Στο δικαστήριο, οι συνήγοροι του Σρέντερ προσκόμισαν γραπτή κατάθεση του κομμωτή του, η οποία διαβεβαίωνε ότι ο καγκελάριος δεν βάφει τα μαλλιά του και ότι, αντιθέτως, έχει εμφανίσει γκρίζες τρίχες στους κροτάφους. Η δικαστική απόφαση δικαίωσε τον Σρέντερ, απαγορεύοντας στο πρακτορείο να προβάλει οτιδήποτε συναφές με το θέμα των μαλλιών του. Η δίκη είχε κερδηθεί, ωστόσο οι εντυπώσεις είχαν δημιουργηθεί και παρέμειναν, με το πρόσωπο του Σρέντερ να φιγουράρει ακόμη και σε διαφημίσεις προϊόντων θεραπείας μαλλιών.
«Στις σύγχρονες κοινωνίες, οι πολιτικοί είναι “ορατοί”, είναι διαρκώς κάτω από τον μεγεθυντικό φακό μιας κάμερας, ενώ παράλληλα η δημόσια εικόνα τους ελέγχεται εξονυχιστικά» αναφέρει στο BHmagazino ο Θανάσης Παπαμιχαήλ, επικοινωνιολόγος και γενικός διευθυντής της εταιρείας Think Politics, και συμπληρώνει: «Οσο και αν φαίνεται περίεργο, το χρώμα των μαλλιών ενός πολιτικού παίζει ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση της δημόσιας εικόνας του, αρκεί να αποφεύγονται οι “χρωματικές” ακρότητες και υπερβολές που βλέπουμε σε αρκετές περιπτώσεις. Το πάθος για βελτίωση της εικόνας τους, ώστε να φαίνονται πιο νέοι, πιο ακμαίοι και με σφρίγος, τους παρασύρει πολλές φορές στο αντίθετο αποτέλεσμα από το επιθυμητό. Δεν θα πρέπει να ξεχνούν οι πολιτικοί που βάφουν το μαλλί τους την παλιά διαφήμιση με το σύνθημα “χρώμα τόσο φυσικό, που μόνο ο κομμωτής σας μπορεί να ξεχωρίσει...”. Διαφορετικά, ο κίνδυνος της γελοιοποίησης καραδοκεί».
Ο «ριζο-σπάστης» Μπερλουσκόνι
Ασφαλώς, πάντα υπάρχει η εξαίρεση στον κανόνα και αυτή δεν είναι άλλη από τον ιταλό πρώην πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Ο Καβαλιέρε είναι γεγονός ότι χρησιμοποιεί κάθε μέσο ώστε να δείχνει νεότερος. Από έντονο μέικ-απ και άσπρο μολύβι κάτω από τα βλέφαρα μέχρι και αισθητικές επεμβάσεις. Ωστόσο, πάντοτε τη μεγαλύτερη συζήτηση προκαλούσε η κόμη του, καθώς όχι μόνο δεν δίστασε να παραδεχτεί ότι προέβη σε εμφύτευση το 2004, αλλά προσέδωσε στην πράξη του αυτή μια σαφώς ιδεολογική χροιά – κάτι που θα φάνταζε αδιανόητο για οποιονδήποτε άλλον ευρωπαίο ηγέτη. Σε συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στη Ρώμη, δήλωσε προς τους δημοσιογράφους για την εμφύτευση: «Πρόκειται για μια πράξη ένδειξης σεβασμού απέναντι στους ανθρώπους που αντιπροσωπεύεις σε εθνικό, αλλά και διεθνές επίπεδο». Παράλληλα, τόνισε ότι όσοι διαθέτουν την οικονομική άνεση έχουν καθήκον να εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες της πλαστικής χειρουργικής, ώστε να παρουσιάζουν την καλύτερη δυνατή εικόνα.
Παρ’ όλα αυτά, τα έντονα βαμμένα μαλλιά του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος επιπλέον καλύπτει τα αραιοκατοικημένα σημεία της κεφαλής του και με ειδικό σπρέι, μάλλον προκαλούν ένα αμφιλεγόμενο αισθητικό αποτέλεσμα.
Επομένως, οι περισσότεροι άνδρες μάλλον θα απέφευγαν τα βήματά του, όπως διαφαίνεται από ένα σύντομο ρεπορτάζ σε κεντρικά κομμωτήρια της Αθήνας. «Εμείς προτρέπουμε τους άνδρες να μη βάφουν τα μαλλιά τους, εκτός βέβαια από εκείνους που έρχονται για ανταύγειες» δηλώνει στο ΒΗmagazino η Μόνικα, καλλιτεχνική διευθύντρια των κομμωτηρίων Αγγελος, και συμπληρώνει: «Προσπαθούμε, μάλιστα, να μεταπείσουμε τους πελάτες μας που το ζητούν. Ευτυχώς, σήμερα η ζήτηση για βαφή στους άνδρες δεν είναι τόσο έντονη, όπως ήταν πριν από δέκα χρόνια, καθώς τότε επικρατούσε εντελώς διαφορετική νοοτροπία, αλλά δεν υπήρχαν και τα κατάλληλα προϊόντα που διαθέτουμε σήμερα. Πλέον, δίνουμε στους πελάτες μας έναν ειδικό χρωμοαφρό, ο οποίος, μετά το λούσιμο, “απαλαίνει” τα λευκά, χωρίς να δίνει το σκληρό αποτέλεσμα της βαφής, το οποίο είναι τόσο αντιαισθητικό καθώς μεγαλώνει η λευκή ρίζα. Ετσι, μένουν απόλυτα ευχαριστημένοι».
«Η βαφή δεν αποτελεί ταμπού για τον ανδρικό πληθυσμό. Είναι μια πρακτική που, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει φύλο, θεωρώ ότι αυτά πλέον έχουν ξεπεραστεί. Θα τολμούσα να ισχυριστώ ότι οι άνδρες πάντα λάτρευαν το γκρίζο και στο μεγαλύτερο ποσοστό τους είναι συμφιλιωμένοι με το λευκό. Ως έμπειρος κομμωτής, αλλά και σε προσωπικό επίπεδο, σε ό,τι αφορά τους άνδρες προτείνω το φυσικό» δηλώνει στο ΒΗmagazino και ο γνωστός κομμωτής Ηλίας Ζάρμπαλης.
Η δύναμη της εικόνας
Το ντιμπέιτ της 26ης Σεπτεμβρίου του 1960 ανάμεσα στον Ρίτσαρντ Νίξον και τον Τζον Κένεντι είναι ενδεικτικό της δύναμης της εξωτερικής εικόνας ενός πολιτικού άνδρα προς το σώμα των ψηφοφόρων του. Ο Νίξον έφτασε στο στούντιο κάτωχρος και ταλαιπωρημένος, έπειτα από μια εγχείρηση στο γόνατο, ενώ ο Κένεντι αφίχθη ξεκούραστος, με το γνωστό καλιφορνέζικο μαύρισμα, αποπνέοντας αέρα νικητή. Η διαφορά της εξωτερικής εικόνας ανάμεσα στους δύο πολιτικούς ήταν δραματική, σε τέτοιο βαθμό, που στέλεχος του CBS ρώτησε την ομάδα του Νίξον αν ήταν ικανοποιημένη από την εικόνα του υποψηφίου της.
Το οξύμωρο της υπόθεσης ήταν τα εν διαμέτρου αντίθετα αποτελέσματα που προήλθαν από το ίδιο ντιμπέιτ. Ετσι οι ακροατές του ραδιοφώνου θεώρησαν νικητή τον Νίξον, σε αντίθεση με τους τηλεθεατές που έχρισαν νικητή τον άνετο Κένεντι, απέναντι στην εικόνα του ταλαιπωρημένου και νευρικού αντιπάλου του. Μάλιστα, όταν το ντιμπέιτ προβλήθηκε στην Καλιφόρνια, η μητέρα του Νίξον τηλεφώνησε ανήσυχη για να ρωτήσει αν ο γιος της αισθανόταν καλά.
«Επικεντρώθηκα στην ουσία και όχι τόσο στην εμφάνιση. Επρεπε να είχα κατά νου ότι μια εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις» έγραψε αργότερα ο Νίξον.
Σήμερα, που η δύναμη της εικόνας και η δικτατορία της αιώνιας νεότητας κυριαρχούν, οι ψηφοφόροι ίσως είναι τελικά αυτοί οι οποίοι θέτουν πρώτοι ενώπιον των πολιτικών τον καθρέφτη-κριτή. Ενδεχομένως μια βαμμένη κόμη να μην είναι τίποτε άλλο πέρα από σύμπτωμα μια εποχής που τρέφεται από τον ναρκισσισμό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.