Όταν ήμουνα μικρός είχα έναν κουμπαρά, τον Φαταούλα. Μία πλαστική συσκευή σε σχήμα μήλου. Στο εξωτερικό της είχε ένα κουμπί πάνω στο οποίο τοποθετούσες ένα νόμισμα και πίεζες ελαφρά. Τότε έβγαινε ένα χεράκι και τράβαγε το νόμισμα μέσα.
Δεκάρες, πενηνταράκια, δραχμές και δίφραγκα καταβρόχθιζε ο Φαταούλας, τα χαρτζιλίκια που μου δίνανε οι μεγάλοι, πενιχρή ανταμοιβή για τους καλούς βαθμούς που έφερνα απ’ το σχολείο.
Κι έρχονταν τα φθινόπωρα κι ο Φαταούλας άνοιγε ..
το στόμα του και ξέρναγε την τροφή του, που αμέσως εξαργυρωνόταν σε μπλε τετράδια και γόμες και ξύστρες και μολύβια που μοσχομύριζαν θεσπέσια στο χαρτοπωλείο της γειτονιάς μου.
Και κάθομαι και σκέφτομαι τι ν’ απόγινε άραγε ο παιδικός μου τραπεζίτης, ο αγαθός καλοφαγάς που υπομονετικά φύλαγε στην κοιλιά του τα νομίσματά μου έναν ολόκληρο χρόνο και στο ακέραιο μού τα επέστρεφε όταν ανοίγαν τα σχολεία.
Και νιώθω άβολα που η υπάλληλος το πρωί στο μίνι μάρκετ, αναθεμάτιζε εκείνον, λέει, τον «φαταούλα» που τους καταβρόχθισε το σπίτι και τις οικονομίες μιας ζωής, και τώρα δεν μπορεί ούτε τα παιδιά της να σπουδάσει.
Πηγή: artinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.