Όλες οι γυναίκες που γνώρισα στη ζωή μου, με πίεσαν να κάνω κάτι με την ικανότητα που ‘χω να αραδιάζω δέκα λέξεις στη σειρά, μέσα σε μια πρόταση. Κάποιες νομίζω πως με αγάπησαν λίγο παραπάνω γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο.
Μία με χώρισε όταν δεν έκανα πολλά γι’ αυτό, όταν δεν το κυνήγησα όσο θα έπρεπε. Έπεσα στα μάτια της. Όπως όταν ξεκαύλωσε η γυναίκα του Δημητριάδη στον «Εργένη», όταν αυτός δεν ανέπτυξε περισσότερο το ταλέντο του στη φωτογραφία. Αυτό είμαι! Ένας Δημητριάδης. Ένας εργένης με πατρικό, πτυχίο και ελεύθερο χρόνο. Κι αντί να μεγαλώνω στοργικά δεκάδες κατσαρίδες μέσα σε βάζα μαρμελάδας , κάθομαι κι εκτρέφω μυστικά απ’ τους γέρους γονείς μου.
Λίγη φούντα και μπουκάλια αλκοόλ, χαρτοπετσέτες με ξεραμένο σπέρμα μέσα στα συρτάρια του κομοδίνου που ‘χω στο παιδικό δωμάτιο. Έτσι είναι οι εργένηδες της φουρνιάς μου. Παρακαλώ να βρεθεί κάποιος. Ας βρεθεί κάποιος με το ταλέντο και το κουράγιο να γράψει το...
μυθιστόρημα της γενιάς μου με τίτλο «Οι Τριαντάρηδες».
Μία με χώρισε όταν δεν έκανα πολλά γι’ αυτό, όταν δεν το κυνήγησα όσο θα έπρεπε. Έπεσα στα μάτια της. Όπως όταν ξεκαύλωσε η γυναίκα του Δημητριάδη στον «Εργένη», όταν αυτός δεν ανέπτυξε περισσότερο το ταλέντο του στη φωτογραφία. Αυτό είμαι! Ένας Δημητριάδης. Ένας εργένης με πατρικό, πτυχίο και ελεύθερο χρόνο. Κι αντί να μεγαλώνω στοργικά δεκάδες κατσαρίδες μέσα σε βάζα μαρμελάδας , κάθομαι κι εκτρέφω μυστικά απ’ τους γέρους γονείς μου.
Λίγη φούντα και μπουκάλια αλκοόλ, χαρτοπετσέτες με ξεραμένο σπέρμα μέσα στα συρτάρια του κομοδίνου που ‘χω στο παιδικό δωμάτιο. Έτσι είναι οι εργένηδες της φουρνιάς μου. Παρακαλώ να βρεθεί κάποιος. Ας βρεθεί κάποιος με το ταλέντο και το κουράγιο να γράψει το...
μυθιστόρημα της γενιάς μου με τίτλο «Οι Τριαντάρηδες».
Αλλά ο Δημητριάδης ήταν τραπεζικός υπάλληλος … τουλάχιστον μέχρι να τα παρατήσει και να το ρίξει στη βότκα. Ενώ εγώ; Εγώ είμαι ένας χασομέρης. Έχω τόσο χρόνο που θα ‘θελα να πάρω ένα κορίτσι και να το ξεναγήσω στην ομορφιά που ‘χει το λιμάνι καταμεσής της βαρυχειμωνιάς. Έξω τα μποφόρ, μέσα εμείς. Να μη τη νοιάξει η ομίχλη απ’ τις καμινάδες που χορεύει γύρω απ’ τις κίτρινες λάμπες του δήμου, μήτε η κάπνα που θα καλύψει τα μαλλιά της και θα σκεπάσει το άρωμα από το κασκόλ της. Να την πάω να δει τους νεώσοικους, στα σπλάχνα των σύγχρονων πολυκατοικιών, εκεί που οι αρχαίοι Αθηναίοι φύλαγαν τα καράβια τους το χειμώνα για να μην κρυώνουν, να μην αρρωσταίνουν. Να της πω, «μείνε εδώ, εδώ είναι ζεστά!».
Κάπου διάβασα πως σε μια μακρινή και πολιτισμένη χώρα βάζουν τους αλκοολικούς να μαζέψουν τα απορρίμματα απ’ το δρόμο, πληρώνοντάς τούς σε μπύρες. Να μια δουλειά που θα μπορούσα να κάνω με ευκολία! Η μπύρα θρέφει. Θα σκούπιζα τα αποτσίγαρα, τα χαρτιά και τις πεταμένες τσίχλες και μετά θα το ‘ριχνα στο πιοτό. Κάποια μέρα, οι κάτοικοι των οδών που θα καθάριζα θα θύμωναν πολύ μαζί μου. Θα αποφάσιζαν πως τα πιο βρωμερά σκουπίδια είναι οι αλκοολικοί κι οι άστεγοι, τα πρεζόνια κι οι πουτάνες, οι ξένοι, οι κατατρεγμένοι γενικώς, όλα τα παιδιά του δρόμου. Θα ‘μενα άνεργος.
Έτσι, μην έχοντας τι άλλο να κάνω, αρχίζω ξανά να περπατώ. Φτάνω έξω απ’ τους σταθμούς του μετρό και αντικρίζω το success story να στέκεται υπομονετικά πάνω στα είκοσι δύο ετών ποδάρια του, μοιράζοντας δωρεάν αριθμούς κινητής τηλεφωνίας και κάρτες ανανέωσης χρόνου στους ανυποψίαστους περαστικούς νοικοκυραίους, συλλέγοντας και καταγράφοντας τα ευαίσθητα προσωπικά τους δεδομένα. Μετά από μια βδομάδα, κάπου, σε κάποιο σπίτι, σε ένα οικογενειακό τραπέζι χτυπά το τηλέφωνο. Ο πατέρας το σηκώνει και μιλά απότομα «Δεν ενδιαφερόμαστε κοπέλα μου, τρώμε τώρα, μην μας ενοχλήσεις ξανά!». Σε ένα μήνα η κόρη του θα πιάσει τηλεφωνήτρια σε κάποιο call center.
Συνεχίζω με τα πόδια μέχρι το βάθος της πόλης. Μια κοπέλα ξυπόλητη, με βρώμικα πόδια, κάθεται και κλαίει μες στη βροχή, μες στην απόγνωση. Κρατά ένα αυτοσχέδιο χαρτονένιο κουτί που ‘χει για τα κέρματα που της πετάν οι περαστικοί. Στο απέναντι πεζοδρόμιο δεν πέφτει καρφίτσα. Κάτω απ’ το υπόστεγο του φωταγωγημένου θεάτρου στέκονται αναρίθμητες οι γυναίκες της παλιάς Αθήνας. Οι γούνες τους μυρίζουν ναφθαλίνη, δαγκώνω τα χρυσαφικά τους να δω αν είναι αληθινά. Εκείνες κάνουν τσιγάρο σλιμ περιμένοντας να ηχήσει το κουδούνι για την έναρξη της παράστασης. Μέχρι να μπουν και να κάτσουν στις κόκκινες βελούδινες πολυθρόνες του θεάτρου, η ξυπόλητη κοπέλα ξεψυχά. Το πρωί θα τη βρει παγωμένη ένας λαχειοπώλης. Θα ‘ναι το πρώτο απ’ τα χιλιάδες πνεύματα των Χριστουγέννων που θα στοιχειώσουν τους Εμπενίζερ τούτης της πόλης.
Φεύγω και χάνομαι. Φτάνω ως τα ηχεία της κεντρικής πλατείας που παιανίζουν γιορτινά τραγουδάκια. Τρυπώνω σαν το διαρρήκτη, διαπράττω δολιοφθορά, διακόπτω το πρόγραμμα. Παίζω το Infinity με τη φωνή της Ειρήνης Παππά … να νομίσουν οι εχθροί μας, έστω για λίγο, έστω μέσα στον ταραγμένο ύπνο τους, ότι κάπως έτσι ηχεί ο οργασμός των επαναστατημένων ανθρώπων.
άκου να τολμάς ...
Άπαιχτες ευαισθησίες στη δύσκολη εποχή.....φίλε γειά σου, από το μελαγχολικό και καταϊδρωμένο λονδίνο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΆπαιχτες ευαισθησίες στη δύσκολη εποχή.....φίλε γειά σου, από το μελαγχολικό και καταϊδρωμένο λονδίνο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς τον φίλο μου... χάθηκες....Τώρα που επέστρεψα , εφυγες...Πότε θα μας έρθεις να πιούμε εκείνο το τσιπουράκι?
Διαγραφή