23 Ιουλ 2013

22 Ιουλίου 1943: Ο “φιλέλληνας” Χίτλερ δίνει την Μακεδονία στους Βουλγαροσκοπιανούς....

 

Στις 22-7-1943, στην Αθήνα, έγινε η μεγαλύτερη διαδήλωση που συνέβη ποτέ στην κατεχόμενη από τους ναζί Ευρώπη. Το πλήθος σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής έφτασε τις 400.000. Ποια ήταν όμως η αιτία της μεγαλειώδους αυτής διαδήλωσης που άφησε πίσω της αρκετούς νεκρούς;

Οι νέες και οι νέοι, σε νικηφόρα άοπλη διαδήλωση απέναντι στα Γερμανικά τάνκς. Για την ελευθερία της Μακεδονίας!  

Την Μακεδονία που ο Χίτλερ ήθελε να την δώσει στους βουλγαροσκοπιανούς!

Όπως ακριβώς σήμερα, δοσίλογοι με ροζ προβιές αλλά και άρθρα σε “γαλάζια” έντυπα, τολμούν να προωθούν τις ονειρώξεις του σύγχρονου Χίτλερ, του απατεώνα Σόρος.

Είχε προηγηθεί βέβαια ο “εφευρέτης” της “μακεδονικής εθνότητας” που δεν ήταν άλλος από τον ιδρυτή του φασισμού, Μπενίτο Μουσολίνι! Τον άθλιο ανθέλληνα και μισάνθρωπο που από τα γεννοφάσκια του υπηρέτησε κάθε ανθέλληνα γενοκτόνο παράφρονα, αγωνιζόμενος τόσο στο πλευρό του Κεμάλ εως και του Χίτλερ.

Στο μοναδικό ντοκουμέντο από την δίκη των δοσίλογων, αποδεικνύεται περίτρανα ο λόγος της “εφεύρεσης” που δεν ήταν άλλος από τον εθνικό ακρωτηριασμό της Ελλάδας και την υποδούλωση των εδαφών της στις φασιστικές δυνάμεις:

 
 Στις 22 Ιουλίου 1943, το ΕΑΜ καλούσε σε γενική απεργία στην Αθήνα, απέναντι στους Γερμανούς και Ιταλούς κατακτητές και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Αφορμή στάθηκε η απόφαση των κατοχικών δυνάμεων να χαρίσουν την Κεντρική Μακεδονία στους Βουλγαροσκοπιανούς.
Στην άοπλη διαδήλωση που ακολούθησε την επιτυχημένη απεργία, νέοι και νέες της ΕΠΟΝ θα βρούν τραγικό θάνατο από τα Γερμανικά τάνκς.
Τραγική και ηρωική φιγούρα η 17χρονη φοιτήτρια Παναγιώτα Σταθοπούλου, που βρήκε τον θάνατο κάτω από τις ερπύστριες του Γερμανικού άρματος.
Τα γεγονότα κλόνισαν τους κατακτητές, ώστε πήραν πίσω την υπόσχεση που είχαν δώσει στους Βούλγαρους συμμάχους τους.
Παραθέτουμε 2 κείμενα, που έχουν δημοσιευθεί στον Τύπο, ένα χρονικό των γεγονότων από την ιστορικό και δημοσιογράφο Κατερίνα Μπαλκούρα, καθώς και το κείμενο του Ηλία Βενέζη με τίτλο «22 Ιουλίου 1943»
 
 Τα παιδιά του Ιουλίου
Τα πυρά έπεσαν στην κεφαλή της πορείας. Μπροστά ήταν ο 7ος τομέας της ΕΠΟΝ, τα παιδιά της ΕΠΟΝ, η Σπουδάζουσα και η οργάνωση των αναπήρων
Της Κατερίνας Μπαλκούρα,  Δημοσιογράφος-ιστορικός
Η απόφαση των Γερμανών να επεκτείνουν τη βουλγαρική ζώνη κατοχής σε όλη την κεντρική Μακεδονία ήταν η αφορμή για να γραφτεί μια χρυσή, γεμάτη ηρωισμό και αυταπάρνηση, σελίδα στην Ιστορία, που ωστόσο ποτέ δεν διδάχθηκε σε κανένα σχολείο. ΚΟΑ, ΕΑΜ, ΕΛΑΣ και ΕΠΟΝ άρχισαν τη μεγαλύτερη καμπάνια διαφώτισης που είχε γνωρίσει ποτέ η Αθήνα. Με απόφαση της Κ.Ε. του ΕΑΜ, κυκλοφόρησαν εκατοντάδες χιλιάδες προκηρύξεις, πηγές της εποχής κάνουν λόγο για 3 εκατ. τρικ που έπεσαν σε Αθήνα και Πειραιά, ενώ παράλληλα ξεκίνησε σειρά συνελεύσεων σε σχολεία και πανεπιστήμια και ορίστηκε η 22α Ιουλίου 1943, ημέρα Πέμπτη ως μέρα γενικής πολιτικής απεργίας.
Ο παράνομος Τύπος έκανε έκτακτες εκδόσεις, τα χωνιά κάθε βράδυ καλούσαν σε συναγερμό και οι τοίχοι της Αθήνας και του Πειραιά αποτέλεσαν την πιο «πολυδιαβασμένη» εφημερίδα της εποχής. Στη διαδήλωση αυτή, παράλληλα με τις οργανώσεις των εθνικοφρόνων, που έδιναν τον δικό τους «αγώνα» εναντίον του ΕΑΜ, είχαμε για πρώτη φορά την ένοπλη δράση και της Χωροφυλακής εναντίον του.
Ετσι, λοιπόν, την Τρίτη 13 Ιουλίου, με την «πολύτιμη συμπαράσταση» των κατακτητών αλλά και της Ειδικής και Γενικής Ασφάλειας εισβάλλουν στο πανεπιστήμιο, στο Πολυτεχνείο, στην Ανωτάτη Εμπορική και αλλού τραυματίζοντας σοβαρά φοιτητές. Το κλίμα τρομοκρατίας και η βέβαιη ύπαρξη θυμάτων δεν εμπόδισε την πραγματοποίηση της μαζικότερης διαδήλωσης που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η Αθήνα.
Προπαραμονή της απεργίας, ΕΠΟΝίτες και ΕΛΑΣίτες, στις 9.00 το βράδυ, περικύκλωσαν το κοσμικό κέντρο «ΠΑΡΚ» στο Πεδίον του Αρεως, όπου ανάμεσα στους θαμώνες ήταν Γερμανοί και Ιταλοί αξιωματικοί, και από το μικρόφωνο καλούσαν τον ελληνικό λαό να πάρει μέρος στην απεργία. Ενας Γερμανός αξιωματικός προσπάθησε να αντιδράσει, αλλά ακινητοποιήθηκε από ΕΛΑΣίτες.
Το ξημέρωμα της 22ας Ιουλίου βρήκε μια Αθήνα όπου τα πάντα σχεδόν ήταν κλειστά. Οι καμπάνες χτυπούσαν από τις 5.30, ενώ τα χωνιά στις συνοικίες καλούσαν τους πάντες. Κάθε κίνηση είχε σταματήσει και το μόνο που ακουγόταν ήταν οι μπότες των περιπόλων των κατακτητών. Σε κομβικά σημεία είχαν στηθεί πολυβόλα, ενώ στη γωνία Ομήρου και Πανεπιστημίου τα τανκς, τα οποία οι Γερμανοί κατέβαζαν πρώτη φορά, καιροφυλακτούσαν. 

Από τις 10 το πρωί ξεκίνησαν οι προσυγκεντρώσεις. Eνα ανθρώπινο ποτάμι ανέβηκε από την Ομόνοια με πλακάτ, σημαίες, παλμό και αντάρτικα τραγούδια και στο ύψος της Θεμιστοκλέους συναντήθηκε με τις ομάδες που έρχονταν από την πλατεία Εξαρχείων και τους άλλους δρόμους με προορισμό το Σύνταγμα.

Το «στρατηγείο» της διαδήλωσης ήταν στη Λυκούργου, όπου εκεί ήταν αρχικά και οι ανάπηροι. Οι ήρωες-λεβέντες με τα καροτσάκια έτοιμοι κι εκείνοι να σταθούν μπροστά στα τανκς. Εφημερίδες της εποχής κάνουν λόγο για περισσότερους από 300.000 διαδηλωτές. Το ιταλικό ιππικό, παρόν κι αυτό, προσπαθούσε να διαλύσει τις φάλαγγες. Πολλοί οι τραυματίες, αλλά κανείς δεν υποχωρούσε. Από την Ομήρου, στα πλάγια της Τραπέζης της Ελλάδος, βγήκαν τανκς και στρατιωτικά φορτηγά με πολυβόλα, πυροβολώντας προς κάθε κατεύθυνση.

Τα πυρά έπεσαν στην κεφαλή της πορείας, που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο σημείο. Ηταν ο 7ος τομέας της ΕΠΟΝ, τα παιδιά της ΕΠΟΝ, η Σπουδάζουσα και η οργάνωση των αναπήρων. Ενας σημαιοφόρος ΕΠΟΝίτης δέχθηκε κατάστηθα την πρώτη ριπή. Τότε, η 17χρονη φοιτήτρια της Γαλλικής Ακαδημίας, Παναγιώτα Σταθοπούλου, το πανέμορφο κορίτσι με τα πυρόξανθα μαλλιά από το Μεγάλο Χωριό της Ευρυτανίας, τρέχει, αρπάζει και σηκώνει τη σημαία από τον πεσμένο σημαιοφόρο.

Μέσα σε δευτερόλεπτα, μια ριπή τη ρίχνει κάτω και το τανκ περνά από πάνω της. Το πλήθος αφηνιάζει. Τότε, η Κούλα η Λίλη, η 19χρονη φοιτήτρια, κι εκείνη, της Γαλλικής Ακαδημίας, σκαρφάλωσε στο τανκ και άρχισε με λύσσα να χτυπά με το τακούνι της τον οδηγό φονιά.
Πέφτει κι εκείνη νεκρή. Στην Αμερικής η 23χρονη Ολγα Μπακόλα ανέβηκε στο τανκ προσπαθώντας να πάρει το όπλο του Γερμανού.
Καταιγισμός από σφαίρες κι όμως η Ολγα άντεξε 5 μέρες. Κάπως έτσι έφυγε και η φοιτήτρια Ε. Αντωνιάδου. Πλουτάρχου και Χάριτος ένας γκεσταπίτης πυροβολεί έναν ΕΠΟΝίτη. Το παιδί, μέσα στα αίματα, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, παίρνει μια πέτρα και τη ρίχνει στον Γερμανό.
Στη διαδήλωση εκείνη έπεσαν ηρωικά μεταξύ άλλων και οι αγωνιστές Ιωάννης Κατσαρός, ο Καισαριανιώτης Δημήτρης Δουκάκης, ο ΕΠΟΝίτης Θανάσης Τεριακής, φοιτητής του Τμήματος Μηχανολόγων Ηλεκτρολόγων του Πολυτεχνείου, ο ΕΠΟΝίτης Θώμης Χατζηθωμάς, φοιτητής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, ο επονίτης Θεωνάς Μαυρομματίδης, φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής, ο Αλέξανδρος Δεσύπρης, ο Χρήστος Κοντός, ο Μ. Καλοζύμης και ο 27χρονος Χανιώτης ανάπηρος πολέμου Α. Παπαδοσταυράκης. Την ίδια μέρα σκοτώθηκε και ο Β. Στεφανιώτης την ώρα που ξεσήκωνε τον κόσμο για να κατέβει στη διαδήλωση.
H Πολυκλινική στην Πειραιώς, ο Ερυθρός Σταυρός στην 3ης Σεπτεμβρίου, το Οφθαλμιατρείο και άλλα νοσοκομεία της γύρω περιοχής έγιναν κέντρα πρώτων βοηθειών. Στο Οφθαλμιατρείο είδαν οι φίλοι του νεκρό τον Θώμη Χατζηθωμά, τον μορφωμένο και πολυδιαβασμένο φοιτητή του Πολυτεχνείου που μίλαγε για τον Μαρξ, το Φρόιντ, λάτρευε τη μουσική κι έπαιζε σκάκι.
Τα παιδιά του Ιουλίου δεν έμαθαν ποτέ ότι η θυσία τους δεν πήγε χαμένη. Η Μακεδονία σώθηκε. Πλέον οι οργανώσεις του ΕΑΜ αποφάσισαν να σταματήσουν οι διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας και να μεταφερθούν στις συνοικίες με την κάλυψη πλέον του ΕΛΑΣ Αθήνας. Το ίδιο βράδυ, μια παρέα ΕΠΟΝιτών πήγαν πίσω από τη Σχολή Ευελπίδων στο αλσάκι, εκεί όπου έμενε η Παναγιώτα, και έγραψαν «Οδός Παναγιώτας Σταθοπούλου».
Οι μετακατοχικές κυβερνήσεις φυσικά αφαίρεσαν την πλάκα και επανέφεραν το παλιό «ανώδυνο» όνομα του δρόμου. Επί δημαρχίας Δ. Μπέη στήθηκε ξανά μια πλάκα στο αλσάκι απέναντι από την πολυκατοικία, ενώ στον τόπο καταγωγής της, στο Μεγάλο Χωριό, με πρωτοβουλία του ανταρτοΕΠΟΝίτη Αυγέρη Αυγερόπουλου, στήθηκε μεγαλοπρεπές μνημείο. Στη γωνία Ομήρου και Πανεπιστημίου υπάρχει κι εκεί μια πλάκα, που όμως πρέπει να διαθέτεις γνώση και φαντασία για να τη δεις.
Ο διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας, πάντως, λίγες μέρες μετά, έδινε τη δική του ερμηνεία στον Νοϊμπάχερ, χαρακτηρίζοντας τη διαδήλωση ως μια διαμαρτυρία ταραξιών «με νεύρα κλονισμένα από τας μακράς στερήσεις…». Τρεις μήνες μετά, ο Νικόλαος Καίσαρης της Ειδικής Ασφάλειας και τρεις άλλοι υπαξιωματικοί της Χωροφυλακής, θα προαχθούν λόγω… της συμβολής τους στην επιχείρηση κατά της «ενόπλου διαδηλώσεως αναρχικών στοιχείων τη 22-7-1943»…
 
  22 Ιουλίου 1943, Του Ηλία Βενέζη
Την παραμονή της μεγάλης μέρας κατά το βράδυ, αφού τελείωσαν ό,τι τους είχε οριστεί να κάνουν απ’ την ομάδα τους, είπαν να ξεκουραστούν λίγο.
«Ας πάμε στα δέντρα», είπε το κορίτσι. «Να πάρουμε λίγη δροσιά.»
Πήγαν στο πάρκο και κάθισαν σ’ έναν πάγκο. Τ’ άστρα πια είχαν βγει. Ηταν καθαρή νύχτα. Ηταν οι δυο τους εκεί μονάχοι. Κάμποση ώρα μείνανε σιωπηλοί.
«Μήπως… μήπως φοβάσαι τίποτα;» τη ρώτησε μια στιγμή. Του έπιασε το χέρι και τον έσφιξε.
«Οχι», είπε, και η φωνή της ήταν σταθερή και βέβαιη. «Δε φοβάμαι.»
Επειτ’ από λίγο.
«Οι Γερμανοί θα χτυπήσουν σκληρά αύριο. Να ‘σαι σίγουρη», λέει το αγόρι.
«Είμαι σίγουρη.»
Πέρασε πάλι λίγη ώρα.
«Θα ‘ρθουν και για μας καλές μέρες», είπε το αγόρι συγκινημένο. «Τότε θα μπορούμε να νοιαστούμε και για την ευτυχία μας, τη δική σου και τη δική μου…».
Μίλησαν τότε για τα όνειρά τους και για το μέλλον. Είχαν γνωριστεί πριν από λίγους μήνες, σε ώρα κρίσιμη, όταν είχαν βρεθεί πλάι – πλάι σε μια διαδήλωση στους δρόμους της Αθήνας. Εκείνη βάδιζε κορυφαία, τα μαύρα μαλλιά της ανεμίζονταν στον αγέρα, ανεμίζονταν κι οι δίπλες της σημαίας που κρατούσε στα χέρια της. Οταν από ένα ψηλό παράθυρο φάνηκε η σιδερένια κάννη του περιστρόφου που ένας Γερμανός σκόπευε ίσια στο στόχο: τη σημαιοφόρο με τα ανεμισμένα μαλλιά.
Πρόφταξε και την τράβηξε πίσω μια ελάχιστη στιγμή πριν ακουστεί ο κρότος του πυροβολισμού. Η διαδήλωση χύθηκε σε μια πάροδο και τράβηξε προς το σκοπό της απ’ άλλο δρόμο, πάντα με κορυφαία την Ελληνίδα με τ’ ανεμισμένα μαλλιά.
Ετσι γνωρίστηκαν. Εκείνη σπούδαζε χημεία, κι εκείνος σπούδαζε στο Πολυτεχνείο. Φκιάνανε όνειρα, για το μέλλον.
Οταν η ειρήνη θα ερχόταν πάλι στους τυραννισμένους ανθρώπους, όταν τη γυμνή γη του τόπου μας δε θα την πατούσε πόδι δυνάστη, όταν οι άνθρωποι θα είχαν πάλι δικαίωμα στη λευτεριά, τότε κι αυτοί, έχοντας κάνει το χρέος τους προς την πατρίδα τους, θα κάνανε το ταξίδι για την ατομική τους ευτυχία. Θα ήταν ωραία! Θα είχαν πάρει τότε το πτυχίο τους και θα μπορούσαν να παντρευτούν. Θα κάνανε ένα αγόρι που θα είχε τα μαύρα μαλλιά της μητέρας του. Θα το μαθαίνανε από μικρό ν’ αγαπά με πάθος την αξία του ανθρώπου και την αξία της λευτεριάς, αν ήταν ανάγκη θα το μαθαίνανε ακόμη να μισεί ό,τι θα ήταν ανάγκη να μισήσει.
Γιατί θέλανε απ’ το παιδί αυτό να βγει ένας σωστός άντρας που να μπορούσε σε μια ώρα κρίσιμη να πει όχι, όταν θα έπρεπε να το πει. Οχι πια τυραννία του ανθρώπου, όχι αίμα χυμένο σπάταλα στους πολέμους, όχι πια άδικο που γέμισε και πλημμύρισε τη γη, όχι συλλογισμένα παιδάκια που γέρασαν πριν από την ώρα τους και λυπημένα κοιτάζουν τ’ άστρα.
Ναι, έτσι θα ήταν το αγόρι τους. Ενας σωστός άντρας.
Της πήρε και της χάιδεψε πάλι το χέρι.
«Θα ‘ρθουν… Δεν μπορεί… Θα ‘ρθουν σύντομα οι καλές μέρες», της είπε.
Κι εκείνη τότε κάτου απ’ τ’ άστρα έσκυψε και τον φίλησε στο μέτωπο, σα να ήθελε να τον σφραγίσει με τα χείλια της το μεγάλο λόγο: «Θα ‘ρθουν».
Στέναζε ο λαός των Ελλήνων απ’ την αβάσταχτη δουλεία των Ιταλών και των Γερμανών. Τα λεφούσια τους είχαν ξεχυθεί στη φτωχή γη του τόπου, ρήμαξαν, έκαψαν τις καλύβες των χωριών, σκότωσαν γυναίκες και παιδιά και γερόντους.
Υστερα ήρθε ο λιμός. Τα λεφούσια των δυναστών πήραν τον ελάχιστο καρπό της γης, πήραν το μαύρο ψωμί απ’ το στόμα των παιδιών και των μητέρων και ο λιμός ήρθε.
Στις πολιτείες και στα χωριά οι άνθρωποι πέφτανε καταγής και πέθαιναν, τα μωρά πέθαιναν πάνω στο βυζί των μανάδων τους που είχε στερέψει, και τα ματάκια τους που έπρεπε να ονειρεύονται αγγέλους έκλειναν σιγά – σιγά, άσπρα, με παράπονα.
Ωστόσο ο λαός δε γονάτιζε. Μάζευε τις λίγες δυνάμεις που του έμεναν, έβγαινε στους δρόμους και φώναζε.
Ετσι, ήρθε το μήνυμα πιο ψηλά, στα βορινά μέρη της Ελλάδας, νέος καταχτητής πατούσε τη γη. Οι Βούλγαροι σφάζανε, ρημάζανε. Ο πεινασμένος λαός έσφιξε τα δόντια του και είπε να βγει πάλι στους δρόμους και να φωνάξει για λευτεριά και για δικαιοσύνη.
Μες στην Αθήνα στους μεγάλους δρόμους της, το πλήθος περπατά σιωπηλό και σκυφτό σα να σεργιανά στον ήλιο και στα αγάλματα. Τίποτα δεν προδίνει πως κάτι ετοιμάζεται, πως κάτι θα γίνει. Ωστόσο, η στυφή σιωπή είναι τόση μες στη χαρά του ήλιου που λάμπει, που το μαντεύεις: κάτι είναι σαν ηφαίστειο που άξαφνα θ’ ανάψει.
Κι η σπίθα ανάβει.
Απ’ το λαό που περπατά σαν αμέριμνος, σ’ ένα δοσμένο σύνθημα ξεχύνεται άξαφνα ένα μεγάλο κύμα και τρέχει προς τον ανοιχτό χώρο που είναι μπρος στο Πανεπιστήμιο. Γεμίζει ο τόπος. Ενα κορίτσι, κρατώντας ένα στεφάνι από δάφνη, σκαλώνει στο άγαλμα του Φεραίου και το στεφανώνει. Ο λαός γονατίζει. Και όλα τα πικραμένα στόματα ψέλνουν τον Υμνο στην Ελευθερία.
Την ίδια στιγμή ακούγονται απ’ την άκρη του δρόμου οι αλυσίδες του γερμανικού τανκ, που κίτρινο σαν το θάνατο, τρέχει προς το μέρος που άναψε η σπίθα. Πριν προφτάξει να ρίξει τη φωτιά του, η διαδήλωση πυκνή τώρα, ολοένα πιο πυκνή, ξεχύνεται σε άλλο δρόμο, στρίβει, ελίσσεται σαν ζωντανό πλάσμα που αμύνεται και παλεύει με σιγουριά και με πίστη.
Ολα τα στόματα τώρα φωνάζουν, όλα τα στόματα ουρλιάζουν.
«Οχι πια άλλο! Θέλουμε τη λευτεριά μας! Θέλουμε τη λευτεριά!».
Από πολύ μακριά, κληρονομημένο από χρόνους παλιούς το βαθύ αίσθημα, η αγάπη του λαού αυτού για τη λευτεριά και τη δικαιοσύνη, ξεσπούσε γυρεύοντας ν’ ακουστεί, ενώ γύρω του λυσσασμένα άρχισαν να χύνουν μολύβι και αίμα τα άρματα πάνου σε ανθρώπους άοπλους και ανυπεράσπιστους, σε γυναίκες και παιδιά.
«Οχι πια άλλο! Οχι άλλο! Κάτω οι τύραννοι!»
Αφρισμένο τώρα κατέβαινε την πλατιά λεωφόρο το κύμα και βογκούσε. Σαν αλαφρός ψίθυρος στην αρχή, από λίγα στόματα πρώτα, ύστερα από όλα τα στόματα, άρχισε πάλι να χύνεται το παθητικό τραγούδι της λευτεριάς, ο Υμνος των Ελλήνων. Στην κορυφή του κύματος μια ασπρογάλανη σημαία ξεδιπλώθηκε τότε. Κυμάτισε στο λίγο αγέρα, κυμάτισαν και τα μαλλιά του κοριτσιού που τη σήκωνε στα χέρια του.
Προχωρούσε με σταθερό βήμα, ξαναμμένη και περήφανη, και πλάι της βάδιζε ο φίλος της. Τραγουδούσαν τον Υμνο στην Ελευθερία και βάδιζαν. Λίγο πιο μπρος τους, μπρος τα μάτια τους που σπίθιζαν, έλαμπε το όραμα της Ελλάδας. Και λίγο πιο μπρος ακόμα, ήταν το όραμα το δικό τους, η ευτυχία που μίλησαν χτες με τα άστρα, ένα αγοράκι με μαύρα μαλλιά, που θα το μεγάλωναν και θα το μάθαιναν να γίνει σωστός άντρας που να μπορεί να πει στην κρίσιμη ώρα ένα «όχι». Οχι πια πόλεμοι και αίμα άδικο…
Τα περιστατικά ήρθαν έπειτα γρήγορα σαν αστραπή. Το γερμανικό άρμα φάνηκε στην άκρη του δρόμου απ’ την αντίθετη μεριά που κατέβαινε η διαδήλωση και χύθηκε πάνου στο πλήθος. Το πολυβόλο άρχισε να κροτά. Αλλά το κύμα που κατέβαινε με ορμή δεν ήταν μπορετό να σταματηθεί. Συνέχισε την πορεία. Το πολυβόλο έριχνε τώρα πάνου στα κορμιά. Βρήκε πρώτα κατάστηθα το νεανικό σώμα που είχε ανεμισμένα μαλλιά στο κεφάλι και που κρατούσε στα χέρια του την ανεμισμένη σημαία.
Την ίδια στιγμή το τανκ που έτρεχε με δαιμονισμένο θόρυβο και είχε φτάσει, έπεσε πάνου στο λαβωμένο σώμα που σπάραζε, πέρασε από πάνω του τις βαριές αλυσίδες του, μπήκε μέσ’ στο πλήθος, το σκόρπισε για μια στιγμή και τράβηξε πέρα.
Ολα έγιναν σαν αστραπή. Το αλαλιασμένο πλήθος μόλις πέρασε ο μηχανοκίνητος θάνατος ξεχύθηκε πάλι απ’ τις παρόδους όπου είχε καταφύγει, κι έτρεξε βογκώντας προς το σώμα του κοριτσιού, που έχοντας αγκαλιασμένη τη σημαία την έβρεχε με το αίμα που έτρεχε απ’ τις σπαραγμένες σάρκες του.
Με θολά τα μάτια την πήρε το αγόρι, ο φίλος της, στα χέρια του και τη σήκωσε. Ενας άλλος φοιτητής σήκωσε τη ματωμένη σημαία. Κι απ’ τη βαθιά σιωπή που είχε ξαπλωθεί με το δέος του θανάτου, σηκώθηκε άγρια σα σίφουνας η φοβερή κραυγή του πλήθους που καταριόταν τους φονιάδες και φώναζε για εκδίκηση και λευτεριά.
Εκανε όνειρα για το μέλλον… Κοιμήσου, μικρή Ελληνίδα. Τα όνειρα θα ‘ρθουν. Δε θα ‘ρθουν πια για σένα. Αλλά θα ‘ρθουν για τα άλλα τα κορίτσια και τα αγόρια του τόπου σου, για τα κορίτσια και τα αγόρια του κόσμου. Κι αυτά θα σε θυμούνται και θα σ’ ευλογούν, επειδή με το αίμα σου άγιασες τα όνειρά τους.

1 σχόλιο:

  1. Ο θείος μου ο Θωμάς Χατζηθωμάς ήταν αυτός που σήκωσε τη σημαία!
    Μπράβο σας, πολύ ωραίο κείμενο!!
    Καλά να είστε!
    Ποτέ πια φασισμός!!
    Αντώνης Χατζηθωμάς

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.