Είναι προφανές. Δε μπορούμε να συμφωνήσουμε σε τίποτα.
Η καχυποψία δεκαετιών φαίνεται πως τώρα κορυφώνεται.
Λες κάτι, γράφεις κάτι κι αυτός που σε ακούει ή σε διαβάζει ψάχνει να σε εντάξει κάπου, να βρει τα κίνητρά σου, να σε περιορίσει ως εκπρόσωπο «κάποιου».
Αυτόματα γίνεται. Αν όχι όλοι, οι περισσότεροι το ίδιο κάνουμε.
Δεν υπάρχει αντικειμενική προσέγγιση. Δεν επικοινωνούμε για να επικοινωνήσουμε, αλλά για να πείσουμε. Να κυριαρχήσουμε. Να υπερασπιστούμε το ένα ή το άλλο. Δε μας κατηγορώ. Απλώς διαπιστώνω ότι γίναμε θύματα σε μια μάχη άλλων για την κατάκτηση της εξουσίας.
Πάνω από τη δολοφονία ενός παιδιού έβγαλαν τα ξίφη τους οι πρωταγωνιστές εκλογών. Πάνω από ένα θύμα του φασισμού, άρχισαν να μαλώνουν κομματικά γραφεία τύπου, κουστουμάτοι, συνεδριαζόμενοι κοινοβουλευτικοί.
Κι εμείς ξαφνικά βρεθήκαμε να «ανήκουμε» στο ένα ή στο άλλο κόμμα.
Στη μία ή την άλλη «προσέγγιση».
Φτάσαμε στην αθλιότητα να μοιράζουμε νεκρούς. Ο Γρηγορόπουλος για τους τρεις νεκρούς της Marfin. Οι νεκροί μας σ’ ένα καλάθι κι εμείς τους διαλέγουμε σαν προσφορές.
Οι «καθώς πρέπει» εκπρόσωποι της θέσης «καταγγέλλω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» βρίσκουν εύκολο να ξεστομίσουν ένα «και τι έγινε που ένας τρελός αστυνομικός σκότωσε έναν πιτσιρικά;
Συμβαίνουν αυτά».
Ταυτόχρονα, όμως, σου πετάνε κι ένα «για τους τρεις της Marfin τι έχεις να πεις;». Ο καθένας διαλέγει τους νεκρούς που τον βολεύουν και τους χρεώνει όπου τον βολεύει.
Κι ας ήταν όλοι δικοί μας νεκροί.
Ένας έφηβος και τρεις εργαζόμενοι.
Θα μπορούσε να είναι ο καθένας από εμάς.
Το ίδιο σύστημα τους δολοφόνησε.
Το ίδιο σύστημα συνεχίζει να δολοφονεί στέλνοντας ανθρώπους στην αυτοκτονία.
Αυτή τη βία, όμως, οι «καθώς πρέπει» εκπρόσωποι της θέσης «καταγγέλλω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» δεν τη θεωρούν βία. Τη θεωρούν έκφραση ενός προϋπάρχοντος ψυχιατρικού υποστρώματος. Ωραίες λέξεις για το αδιέξοδο της εξαθλίωσης.
Από την άλλη, παρατηρώ τους όψιμους ριζοσπάστες που μέχρι χτες λιβάνιζαν και λιβανίζονταν μέσα στο ναό του τριτοκοσμικού καθεστωτικού σοσιαλισμού να ρίχνουν μαύρο δάκρυ για το «θύμα των μπάτσων».
Άνθρωποι που χειροκροτούσαν τα ΜΕΑ του Αρκουδέα, θυμήθηκαν ξαφνικά να καταγγείλουν τη βία των ΜΑΤ επειδή έτσι το θέλει η παράδοση της νέας τους πολιτικής στέγης.
Άνθρωποι που σε κατακρεουργούσαν έτσι και τολμούσες να μιλήσεις για τα σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ, μέλη των Γιαννοπουλικών και Κουτσογιωργικών κύκλων, άνθρωποι ευνοημένοι από το σύστημα της διαφθοράς, ενδύθηκαν αριστερό χιτώνα και παραδίδουν με αυστηρό ύφος μαθήματα ηθικής.
Δε μας αρκεί που διχαζόμαστε από τους ζωντανούς διαχειριστές της ζωής μας, θέλουμε να διχαζόμαστε και από τους νεκρούς μας. Οι νεκροί είναι όλοι από τη δική μας πλευρά. Αν θέλαμε να τους τιμήσουμε θα βρίσκαμε έναν τρόπο να τιμωρήσουμε τους φονιάδες τους και τους ηθικούς αυτουργούς των φόνων. Αντί γι’ αυτό, τους προσβάλουμε μοιράζοντάς τους σε δικαιολογημένα και αδικαιολογήτως νεκρούς.
Νιώθουμε την ανάγκη να ανήκουμε κάπου.
Έχουμε αυτοπαγιδευτεί σε αυτή την ανάγκη. Πεινασμένοι, ταπεινωμένοι, παγωμένοι από το κρύο, αρκεί να ανήκουμε κάπου. Να επιλέγουμε σωτήρα. Να τον εμπιστευόμαστε τυφλά. Να τον υπερασπιζόμαστε. Να δίνουμε μάχες με τους πιστούς του αντίπαλου σωτήρα.
Κι έτσι οι σωτήρες εναλλάσσονται κυριαρχώντας στις ζωές μας ή ακόμη και παίρνοντας τες. Γιατί η Εξουσία αυτό ξέρει να κάνει.
Να έχει στρατούς πιστών, με στολή ή άνευ. Να δέρνουν και να σκοτώνουν. Γιατί η πολιτική τάξη μόνο με καταστολή υπερασπίζεται τα συμφέροντά της και τα συμφέροντα των χρηματοδοτών της.
Τώρα, το γιατί εμείς που αλεθόμαστε από αυτή τη μορφή Εξουσίας, δεν είμαστε όλοι μαζί απέναντί της, είναι ένα ερώτημα που μάλλον ποτέ δε θα καταφέρω να απαντήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.