13 Δεκ 2012

Θρησκεία – Σύμπτωμα Οικουμενικής Διανοητικής Διαταραχής;



* Ο 20ος αιώνας που προβάλλεται αυτάρεσκα ως «εποχή της λογικής»
δεν είναι παρά μια εποχή βαθύτατου σκοταδισμού.
* Η θρησκεία είναι μια πανάρχαια συλλογική έκφραση της οικουμενικής διανοητικής διαταραχής
που συνοδεύει το ανθρώπινο είδος σ’ όλη την ιστορική του διαδρομή,
που έχει ως πυρηνικό της στοιχείο την ολοκληρωτική υποταγή.

Η επάνοδος και η μαζική αποδοχή των πιο ακραίων, δημαγωγικών και επιθετικών παραφυάδων του χριστιανισμού, του ριζοσπαστικού ισλαμισμού και του ορθόδοξου ιουδαϊσμού, αποδεικνύει απλώς ότι ο 20ος αιώνας, που προβάλλεται αυτάρεσκα ως «Εποχή της Λογικής», δεν είναι παρά μια εποχή βαθύτατου σκοταδισμού...


Πολιτικός και Θρησκευτικός Ολοκληρωτισμός: Ο πρόλογος σ’ ένα Μανιφέστο του 21ου αιώνα, θα μπορούσε –παραφράζοντας τους Marx και Engles- να διατυπωθεί ως εξής:
«Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την ανθρωπότητα: το φάντασμα της κυριαρχίας του άγριου καπιταλισμού σε πλανητικό επίπεδο μέσω ενός ιδιότυπου πολιτικο-θρησκευτικού ολοκληρωτισμού, ο οποίος συνδυάζει τις χειρότερες όψεις του πολιτικού και θρησκευτικού καταναγκασμού του παρελθόντος.
Όλες οι δυνάμεις της αντίδρασης ενώθηκαν σε μια ανίερη συμμαχία για να δώσουν σάρκα και οστά σ’ αυτό το φάντασμα: Οι Κεφαλαιοκράτες και οι Γραφειοκράτες. Οι Πολιτικοί και οι Κομισάριοι. Οι Επιστήμονες και οι Στρατοκράτες. Η ακαδημαϊκή έδρα και ο εκκλησιαστικός άμβωνας. Οι Διαχειριστές και οι Διώκτες. Και, φυσικά, τα πάντοτε απαραίτητα, μίσθαρνα εκτελεστικά τους όργανα (ένστολα και μη), σε ολόκληρο τον κόσμο.
Ο πολιτικο-θρησκευτικός ολοκληρωτισμός, ιδεολογική και πολιτική έκφανση του παγκοσμιοποιημένου άγριου καπιταλισμού αποτελεί πια μια απειλή όχι επί αλλά εντός των τειχών. Είναι κατά συνέπεια καιρός οι αντίπαλοι του να εκθέσουν ανοιχτά μπροστά σ’ όλο τον κόσμο τις αντιλήψεις, τους σκοπούς και τις επιδιώξεις τους. Και να αντιπαραθέσουν στην πραγματική απειλή του υπό ενσάρκωση φαντάσματος του πολιτικο-θρησκευτικού ολοκληρωτισμού, μια θεωρία και μια μέθοδο για την αντιμετώπιση του.
Η ιστορία όλων των ως τώρα κοινωνιών, ήταν ιστορία ταξικών αγώνων. Η ιστορία όλων των από δω και πέρα κοινωνιών, θα είναι ιστορία της ανυπαρξίας οποιουδήποτε κοινωνικού αγώνα· δηλαδή, ιστορία του πολιτικο-θρησκευτικού ολοκληρωτισμού, απέναντι στον οποίο οι δυνάμει σκλάβοι του μπορούν και πρέπει να εναντιωθούν».
Εικόνες σε Ζωγραφική του Mark Ryden
Mark Ryden (4)
Ο πολιτικός ολοκληρωτισμός και ο θρησκευτικός ολοκληρωτισμός ως μέθοδοι διευθέτησης των ανθρώπινων υποθέσεων σε βάρος και εναντίον των ανθρώπων, εναλλάσσονταν μεταξύ τους κατά τη μακραίωνη ιστορική διαδρομή των ανθρώπινων κοινωνιών.
• Ο πολιτικός ολοκληρωτισμός αντλούσε τη νομιμοποίησή του με την επίκληση της «λογικής»(προκειμένου να προβάλλει τις επιδιώξεις του ως αναγκαίο προϊόν κάποιων δήθεν «νόμων» της Φύσης, της ιστορίας ή της επιστήμης, στους οποίους θεμελίωνε την ύψιστη ανάγκη της «σωτηρίας» της φυλής, της πατρίδας, του έθνους, κ.α.).
• Ο θρησκευτικός ολοκληρωτισμός αντλούσε τη νομιμοποίησή του με την επίκληση της «πίστης»(προκειμένου να προβάλλει τις επιδιώξεις του ως αναγκαίο προϊόν κάποιων ανεξιχνίαστων βουλήσεων του θεού στις οποίες θεμελίωνε την ύψιστη ανάγκη της μιας και μόνης «αληθινής» θρησκείας).
• Ο πολιτικός «θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος», εξαιτίας των αξεπέραστων αντιφάσεων ανάμεσα στη «λογική» της ιδεολογίας του και τη λογική της πραγματικότητας, ήταν φυσικό να περικλείνει μέσα του τα σπέρματα του θανάτου του.
• Ο θρησκευτικός «θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος», εξαιτίας της ανυπαρξίας αυτής της αντίφασης (δεδομένου ότι όταν η πίστη δεν συμφωνεί με την πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα), είναι φυσικό να θεωρεί ότι εμπεριέχει την εγγύηση της αθανασίας του.
• Ο πρώτος στηρίζεται στην άσκηση της ανοικτής φυσικής βίας.
• Ο δεύτερος βασίζεται στις διανοητικές και ψυχολογικές λοβοτομές, που αλλοιώνουν ύπουλα την ανθρώπινη βούληση μέχρι τον τελικό εκμηδενισμό της.
• Η ενοποίηση αυτών των δύο μορφών καταναγκασμού, χειραγώγησης και ελέγχου έχει ως αποτέλεσμα η ανθρώπινη ελευθερία να κινδυνεύει από μια αποτρόπαια συμμαχία πολιτικής και θρησκευτικής εξουσίας και των οργανωτικών τους εκφράσεων, του κράτους και της εκκλησίας.
Κι αυτό, γιατί απλούστατα «κάθε κυρίαρχο σύστημα επιδιώκει σταθερότητα και μισεί την κριτική εκτός αν είναι «εποικοδομητική», δηλαδή αν δεν είναι Κριτική αλλά Κατάφα­ση. Η κριτική έστω και ενός δόγματος μόνο, συχνά μεθερμηνεύεται ως άρνηση ολόκληρου του συστήματος, γιατί η ομολογία πίστης ανέχεται μόνο το Απόλυτο. Το Ναι ή το Όχι…».1
Η Ρήξη: Γύρω στα τέλη του 6ου αιώνα π.κ.ε., μέσα σ’ ένα ωκεανό δουλοκτητικών θεοκρατικών καθεστώτων που αντλούσαν τη νομιμοποίησή τους από την αναφορά τους σε κάποια υπερβατική δύναμη, στην Αθήνα, μια πόλη στο βραχώδες νοτιανατολικό άκρο της Ευρώπης, πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας μια ριζική ρήξη από την οποία αναδύθηκε η εκπληκτική ιστορική δημιουργία μιας πολιτικής κοινότητας που αντλούσε τη νομιμοποίησή της από τον ίδιο τον εαυτό της.
• Πυρήνας της διαδικασίας που οδήγησε σ’ αυτή τη ρήξη ήταν η αμφισβήτηση.
• Απαρχή της υπήρξε η νομοθεσία του Σόλωνα (592/1 π.κ.ε.).
• Αποφασιστική της στιγμή ήταν οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη (508/6 π.κ.ε.).
• Τελικό της αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία «μιας πραγματικά πολιτικής κοινότητας, με την έννοια μιας κοινωνίας που τα μέλη της θέλουν να επωμιστούν και αναλαμβάνουν την ευθύνη της ρύθμισης των κοινωνικών τους σχέσεων, αντλώντας τη νομιμοποίησή τους από τον ίδιο τους τον εαυτό»  που στο κέντρο της βρίσκεται η ελεύθερη πόλις, ο πολίτης και ο δήμος.
Η αμφισβήτηση των νόμων ξεκινάει με την ερώτηση «Ποιός άρχει;». Αυτό οδηγεί στην κοινωνική πάλη εναντίον της αριστοκρατίας και έχει ως αποτέλεσμα τη δημοκρατία και τη φιλοσοφία (με πρώτους τον Θαλή και τον Αναξίμανδρο).
Η αμφισβήτηση είναι η κοινή ρίζα της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας γύρω από τα οποία συγκροτείται ολόκληρο το διανοητικό σύμπαν που ονομάζεται ελληνο-δυτικός πολιτισμός.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι αδύνατο, αδιανόητο (και ανόητο) κάθε ιδεολόγημα που έχει σχέση με τον «μεσσιανισμό» ή τους «ιστορικούς νόμους» που «εγγυώνται» μια ιδανική κοινωνία.
Συνεπώς, κάθε προσπάθεια να προβληθεί η λογική αυτού του ανθρωποκεντρικού σύμπαντος ως «προάγγελος» της ανορθόλογης θεοκεντρικής σύλληψης του κόσμου και ως «προανάκρουσμα» του παραλογισμού της «θεολογίας» των «αποκαλυπτικών» θρησκειών μπορεί να εκλαμβάνεται μόνο ως σύμπτωμα διανοητικής διαταραχής ή ιδιοτέλειας.
Γιατί, απλούστατα, καμιά λογική ταχυδακτυλουργία δεν μπορεί να καταστήσει δυνατή οποιαδήποτε συσχέτιση ανάμεσα στον Επιτάφιο του Περικλή και την απολυταρχική βυζαντινή θεοκρατία που αποκλείονται αμοιβαία.
Ο Εν Εξουσία Χριστιανισμός: Το 313, ο χριστιανισμός αναγορεύτηκε από την πολιτική εξουσία ως επίσημη θρησκεία μιας απολυταρχικής αυτοκρατορίας και με τη συνεργασία της κρατικής εξουσίας επιβλήθηκε στους κατακτημένους πληθυσμούς ως «ενοποιητική» ιδεολογική βάση της «νέας Ρώμης», διαμέσου ενός βίαιου και αιματηρού μαζικού προσηλυτισμού που άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της θεσμοποιημένης βαρβαρότητας.
Με το Έδικτο των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκείας (313 μ.κ.ε.), τερματίστηκε ο διωγμός των χριστιανών από τους «εθνικούς» και εγκαινιάστηκε ο συστηματικός διωγμός των «εθνικών» (Ελλήνων) από τους χριστιανούς. Η Εκκλησία μετασχηματίστηκε σε εγκόσμια δύναμη, «διεκδίκησε άσκηση εξουσίας και επιδόθηκε όχι μόνο στον ιδεολογικό αφανισμό της αρχαίας θρησκείας αλλά και στη φυσική εξόντωση των οπαδών της» (όπως γράφει ο E. Dewick «πρόκειται ένα πόλεμο με πικρό τέλος»).2
Η επίθεση του χριστιανικού ιερατείου εναντίον της αρχαίας ελληνικής σκέψης και καλλιτεχνικής δημιουργίας ήταν η χειρότερη θεομηνία που έπληξε ποτέ τον ελληνισμό.
Στο χριστιανικό Βυζάντιο άναψαν οι πρώτες πυρές για την μαρτυρική δολοφονία των διαφωνούντων, των πολιτικών αντιπάλων και των «αιρετικών», πολλούς αιώνες πριν η λάμψη τους φωτίσει τον ευρωπαϊκό μεσαίωνα. Στον Ιππόδρομο της «βασιλεύουσας» στήθηκαν οι πρώτες φωτιές για το δημόσιο κάψιμο ολόκληρης της αρχαιοελληνικής γραμματείας (επί Θεοδοσίου Α’), πολλούς αιώνες πριν οι φλόγες τους καταυγάσουν το ναζιστικό μεσαίωνα.
Στις πόλεις και την ύπαιθρο της χριστιανικής βυζαντινής αυτοκρατορίας οργανώθηκε η μαζική καταστροφή των αριστουργημάτων του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και εφαρμόστηκε συστηματικά το λιντσάρισμα των «ετερόδοξων» από πλήθη αφιονισμένων χριστιανών που δρούσαν υπό την καθοδήγηση του ιερατείου (τυπικό παράδειγμα, ο πατριάρχης της Αλεξάνδρειας Θεόφιλος που επικεφαλής ενός ντοπαρισμένου χριστιανικού όχλου κατέστρεψε το Σαράπειο και πυρπόλησε τη βιβλιοθήκη της πόλης).
Στον ίδιο χώρο μεθοδεύτηκε η εξόντωση της ελεύθερης σκέψης: Το 415, στην Αλεξάνδρεια, φανατικοί χριστιανοί, «με οδηγίες του επισκόπου Κύριλλου, εισβάλλουν στην κατοικία της φιλοσόφου και μαθηματικού Υπατίας, τη σέρνουν στους δρόμους, τη γδύνουν κατάσαρκα, τη διαπομπεύουν, τη βασανίζουν φριχτά, την κατακρεουργούν και ρίχνουν το πτώμα της στην πυρά».3
Ο «αρχιβάνδαλος επίσκοπος Γάζας, άγιος της ορθοδοξίας, όταν κατέστρεφε το Μαρνείον –τον περίλαμπρο ναό του Διός– μεταχειρίστηκε τα μάρμαρα του άδυτου για την πλακόστρωση ενός δρόμου «για να πατούν όχι μόνο άνθρωποι αλλά και γυναίκες και γουρούνια και άλλα ζώα’, έλεγε».4
Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (4ος αιώνας), «μέγας διώκτης των αλλόθρησκων και κατεδαφιστής αρχαίων μνημείων, διακήρυττε ότι οι πιστοί της αρχαίας θρησκείας «είναι στιγματισμένοι… και άξιοι λιθοβολισμού», καθιέρωσε –πρώτος στη χριστιανική εποχή– τη «χορηγία» για τη χρηματοδότηση των βανδαλισμών».5
Ο άγιος Βασίλειος θριαμβολογεί: «Τα αγάλματα γκρεμίστηκαν, οι βωμοί έπεσαν, τα δαιμόνια τρέπονται εις φυγήν». Ενώ ο μέγας Αθανάσιος αποφαίνεται: «Εκ σωρών και εκ λειψάνων και εικόνων πολλάκις δαίμονες απελαύνονται».6
Στην επίγεια κόλαση του χριστιανικού Βυζαντίου, που προηγήθηκε κατά δέκα αιώνες της κόλασης του Δάντη, όλες οι πιθανές κακοποιήσεις του ανθρώπινου κορμιού που μπορεί να φανταστεί κανείς και όλοι οι δυνατοί τρόποι εξόντωσης του ανθρώπου, είναι θεσμοποιημένοι και εφαρμόσιμοι, ad majorem Dei gloriam: «Αποκεφαλισμός. Κάψιμο στην πυρά. Απαγχονισμός. Στραγγαλισμός. Καταποντισμός (ράψιμο των καταδικασμένων σε σάκους γεμάτους φίδια και ρίξιμό τους σε ποταμό ή θάλασσα. Λιθοβολισμός. Ψήσιμο στη θράκα. Εκδορά. Θανάτωση σε βραστό νερό, λάδι ή πίσσα. Ανάποδη σταύρωση. Παλούκωμα. Κάψιμο με πυρωμένα σίδερα. Φαρμάκωμα. Ευνουχισμός. Τύφλωση. Ακρωτηριασμός. Ρινοτομή. Δουλεία. Ισόβια καταναγκαστικά έργα στα μεταλλεία. Ισόβιος εγκλεισμός σε μοναστήρι».7
Για την εδραίωση και τη διατήρηση της επίγειας ισχύος, ο εν εξουσία χριστιανισμός και οι διαχειριστές του (απολύτως αδιάφοροι για «επουράνια σωτηρία», την οποία «μεγαλόψυχα» παραχωρούν στους οπαδούς τους) μετέφεραν στη γη την εικόνα της επουράνιας κόλασης με την οποία κατατρομοκρατούν τους αποδέκτες του μηνύματος της χριστιανικής «αγάπης».
Από οποιαδήποτε σκοπιά κι αν ερευνηθεί αντικειμενικά, η ιστορία του εν εξουσία χριστιανισμού (δυτικού και ανατολικού) συμπυκνώνεται σε έξι λέξεις: Φόνος, βασανιστήρια, λιντσάρισμα, βανδαλισμός, ραδιουργία, μισαλλοδοξία.
Η Επανάκαμψη του Ορθολογισμού: Μετά από 12 αιώνες κυριαρχίας του εκκλησιαστικής απολυταρχίας στη δημόσια και ιδιωτική ζωή, που πέρασαν στην ιστορία ως «Μεσαίωνας» ή «Εποχή της Πίστης», άρχισαν να σημειώνονται κάποιες ρωγμές στο μονολιθικό της οικοδόμημα και άνοιξε ο δρόμος για την ιστορική περίοδο ονομάστηκε «Διαφωτισμός» ή «Εποχή της Λογικής».
Ο Διαφωτισμός ήταν ένα ευρωπαϊκό διανοητικό κίνημα που εδράζεται στη βεβαιότητα ότι η ικανότητα του λόγου αποτελεί το κύριο εργαλείο για την κατανόηση της πραγματικότητας. Προπαρασκευάστηκε από την Αναγέννηση, οι ρίζες του ανιχνεύονται στον 17ο αιώνα (κατά τον οποίο εδραιώθηκαν πολλές επιστήμες, όπως η χημεία, γεωλογία, παλαιοντολογία, ανατομία, ιστολογία, εμβρυολογία, κ.α.) και η ανάπτυξή του σημειώνεται στα μέσα του 18ου αιώνα.
Οι οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές αλλαγές που συντελούνταν κατά την επαναστατική άνοδο της αστικής τάξης (μιας διαδικασίας που σφραγίστηκε με τη νίκη της αστικής επανάστασης στις Κάτω Χώρες, την Αγγλία και την Γαλλία κατά τον 16ο, 17ο και 18ο αιώνα, αντιστοίχως, και ολοκληρώθηκε με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας) συνοδεύονταν από μια σειρά βαθιών ανατροπών στον χώρο της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης.
Το αναγκαστικό ενδιαφέρον για την εξυπηρέτηση της βιομηχανίας, της ναυσι­πλοΐας, κλπ., έδωσε ώθηση στη συστηματική μελέτης της Φύσης και την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνικής και προκάλεσε αλλαγές που δεν άφησαν ανεπηρέαστο κανένα τομέα του επιστητού. Σ’ αυτό το πλαίσιο διαμορφώθηκε ο Διαφωτισμός, ως διανοητικό κίνημα που:
• Είχε έντονα ανθρωπιστικό περιεχόμενο.
• Εκφράστηκε, κυρίως, με την ιστορική συνεισφορά των Μοντεσκιέ, Ντεκάρτ, Σπινόζα, Λάϊμπντς, Βολτέρου, Ντιντερό, Ντ’ Αλαμπέρ, Ρουσώ, Χόλμπαχ, κ.ά.
• Είχε ως πυρήνα του τον ορθολογισμό και την πίστη στην πρόοδο.
• Αξίωνε αλλαγές σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δράσης (στους πολιτικοκοινωνικούς θεσμούς, την οικονομία, την εκπαίδευση και τη θρησκεία), και
• Υπερασπιζόταν την ατομική ελευθερία ενάντια στην τυραννική διακυβέρνηση και την καταπίεση που ασκούσε η Εκκλησία.
Ο Διαφωτισμός, όντας άρρηκτα δεμένος με την διαδικασία της επαναστατικής ανόδου της αστικής τάξης (που ήταν ο βασικός φορέας των νέων ιδεών και, μέχρι εκείνη την εποχή, παρέμενε αποκλεισμένη από το σύστημα της απολυταρχίας), θα εξαντλήσει τα όρια του μαζί με την εξάλειψη των κοινωνικών αιτίων στα οποία όφειλε την ύπαρξη του.
Η αστική τάξη μετά την κατάκτηση της εξουσίας πέρασε στη φάση της οργάνωσης και της παγίωσης της: Ανάμεσα στους τρεις μεγάλους σταθμούς της αστικής επανάστασης8 και στον πόλεμο Γαλλίας-Πρωσίας (1870-1), σημειώνεται μια γενική αναδίπλωση της αστικής τάξης σε πανευρωπαϊκή κλίμακα που στοχεύει στην διασφάλιση και την οριστικοποίηση της κατοχής της εξουσίας. Πρόκειται για μια περίοδο συντήρησης που σημαδεύεται από μια γενική και πολύμορφη απόπειρα εγκλωβισμού κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας μέσα στα όρια που επιβάλλει το συμφέρον της νέας τάξης πραγμάτων προκειμένου να εξασφαλιστεί η αέναη υπεράσπιση, εδραίωση και αναπαραγωγή της.
Η εξάντληση των επαναστατικών δυνατοτήτων και προοπτικών της αστικής τάξης θα δώσει λαβή στη συντηρητική αναδίπλωση της. Από δω και πέρα η αστική τάξη θα υπάρχει και θα δρα όχι ως τάξη εν επαναστάσει αλλά ως τάξη εν εξουσία. Και ως τέτοια, θα προσπαθήσει να επιβάλλει στην οργάνωση της συνολικής κοινωνικής ζωής ένα προσανατολισμό που θα εξυπηρετεί αυτή τη νέα πραγματικότητα. Και σ’ αυτό το πλαίσιο, συγκροτείται η νέα συμμαχία της κοσμικής και της εκκλησιαστικής εξουσίας, πράγμα που ανέδειξε το τρίπτυχο «έμπορος, στρατιώτης, παπάς» σε κορυφαίο σύμβολο της καπιταλιστικής επέκτασης.
Η επίτευξη όμως του εγκλωβισμού των ανθρώπων σε προκαθορισμένα και επιθυμητά από την εξουσία πλαίσια, εξαρτάται από τη διασφάλιση δυο βασικών προϋποθέσεων: τη συμμόρφωση των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων και την ομοιομορφία των διαφόρων εκφάνσεων των ενδιαφερόντων και των δραστηριοτήτων τους. Χωρίς αυτές τις δυο προϋποθέσεις, κάθε απόπειρα μαζικού εγκλωβισμού των μελών μιας κοινωνίας είναι αδύνατη και αδιανόητη.
Επιχειρώντας να προσδιορίσει τον «κοινωνικό χαρακτήρα» που ταιριάζει στον εδραιωμένο καπιταλισμό, ο E. Fromm αποφαίνεται ότι «έχει ανάγκη από ανθρώπους που συνεργάζονται ομαλά σε μεγάλες ομάδες, που επιθυμούν να καταναλώνουν ολοένα και περισσότερα και που τα γούστα τους είναι τυποποιημένα, επηρεάζονται εύκολα και προβλέπονται».9 Πρόκειται δηλαδή για ένα κοινωνικό χαρακτήρα που διαμορφώνεται στη βάση της αποδοχής της συμμόρφωσης και της ομοιομορφίας ως ύψιστων επιβιωτικών αξιών.
Η Επανακατάδυση στον Ανορθολογισμό: Το διάλειμμα του Διαφωτισμού έμελλε να αποδειχθεί σύντομο από ιστορική άποψη. Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η πρωτοφανής συγκέντρωση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, η καταστροφή των ερεισμάτων της ζωής στον πλανήτη, η κατάρρευση όλων των παραδοσιακών αντιστηριγμάτων, η ελαχιστοποίηση της σημασίας και της αξίας της ανθρώπινης ύπαρξης και η κατακτητική εισβολή των μέσων τηλεοπτικής χειραγώγησης στη δημόσια και ιδιωτική ζωή, ανέτρεψαν όλες τις εγκαθιδρυμένες βεβαιότητες και επέτρεψαν στο ανορθόλογο να εισβάλει στο προσκήνιο, με την πιο γνήσια μορφή του, τη θρησκευτική.
Στις περιόδους καθολικής κρίσης της κοινωνίας (που κύρια χαρακτηριστικά της είναι η επίταση των φαινομένων της ετερονόμησης της κοινωνίας και της αυτονόμησης του κράτους), πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να διαφύγουν από την καθολική προσωπική αδυναμία τους να αυτοπροσδιοριστούν στοιχειωδώς, κάνοντας στροφή στο παράλογο, το παραφυσικό, το μεταφυσικό και το υπερφυσικό που επανέρχονται θριαμβευτικά στο προσκήνιο με την επανακυριαρχία της θρησκείας (στην οποία, στους τελευταίους δύο αιώνες, προστέθηκε και ο εθνικισμός ως παράγωγό της).
Σ’ ένα ψυχοδιανοητικό σύμπαν που κυριαρχείται από ανασφάλεια, αίσθηση αδυναμίας και απελπισία, η ανάγκη του «ετεροπροσδιορισμού» (μέσω του οποίου διασφαλίζεται μια πλαστή αίσθηση δύναμης) αποτελεί την έσχατη μορφή διαφυγής που αυτομάτως απαλλάσσει τον άνθρωπο από οποιαδήποτε ευθύνη.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, το άτομο τείνει να προσκολληθεί σε συμβολικούς φορείς δύναμης, γιατί, μέσω αυτής της προσκόλλησης, αποκαθιστά μια πλαστή ισορροπία που είναι κρίσιμη για την επιβίωσή του. Εξ’ ου και η κατάδυση στο ανορθόλογο, το υπερκόσμιο, το υπερφυσικό. Το άτομο μετέχοντας στο υπερφυσικό, μετέχει στην «ισχύ» που αυτό συμβολίζει και, έτσι, μετατρέπει την αδυναμία του σε «δύναμη» πάνω στις δυνάμεις της φύσης και στον άνθρωπο.
Ο καθολικός ετεροπροσδιορισμός, ως έσχατη μορφή της αλλοτρίωσης, είναι προϊόν της απόλυτης αδυναμίας για αυτοπροσδιορισμό. Όταν κάποιος αδυνατεί προσδιοριστεί σε σχέση με (και από) τον εαυτό του, δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να προσδιοριστεί σε σχέση με (και από) κάποιον άλλο.
Σε εποχές κρίσης, με τη μαζική παραγωγή ανασφάλειας, αδυναμίας, απελπισίας και αδιέξοδου, το ανορθόλογο προβάλλει (α) ως παράγοντας που παρέχει όλα τα εχέγγυα για τη μετατόπιση του κέντρου βάρους και της ευθύνης από τον άνθρωπο σε μια δύναμη έξω και πάνω απ’ αυτόν, και, συγχρόνως, (β) ως σύμπτωμα της κατάδυσής του στον άλογο και άχρονο κόσμο της συλλογικής σχιζοφρένειας που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος.
Η προσκόλληση στο υπερφυσικό, ως διαφυγή από την (εξωγενώς ή ενδογενώς επιβαλλόμενη) αδυναμία για ενασχόληση με το γήινο, το φυσικό και το οικείο, είναι μια από τις σταθερά επαναλαμβανόμενες αντιδράσεις του ανθρώπινου είδους και αποσκοπεί στην ως δια μαγείας υπέρβαση του αδιεξόδου στο οποίο το ίδιο οδηγείται.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, ο ορθολογισμός, ασήμαντη βαλβίδα ασφαλείας για την εγγενή σχιζοφρένεια του ανθρώπινου είδους, μπορεί να λειτουργεί κάπως αποτελεσματικά μόνο για όσο διάστημα η πίεση του θυμικού δεν υπερβαίνει ένα κρίσιμο όριο.
Η ανασφάλεια, η αδυναμία, η έλλειψη προοπτικής και η άγνοια ενδυναμώνουν την πίεση του θυμικού, και, κάτω από ορισμένες συνθήκες, το βοηθούν να υπερβεί το κρίσιμο λειτουργικό όριο και διευκολύνουν την επικυριαρχία του επί της λογικής. Αυτή η ανατροπή, σπρώχνει το άτομο στην αναζήτηση και την εσωτερίκευση στάσεων και πρακτικών που είναι συμβολικοί φορείς δύναμης, γιατί, μέσω αυτής της εσωτερίκευσης, αποκαθιστά μια πλαστή ισορροπία που είναι κρίσιμη για την επιβίωσή του. Εξ’ ου και η κατάδυση στο ανορθόλογο, το υπερκόσμιο, το υπερφυσικό. Το άτομο μετέχοντας στο υπερφυσικό, μετέχει στην «ισχύ» που αυτό συμβολίζει και, έτσι, μετατρέπει την αδυναμία του σε «δύναμη» πάνω στις δυνάμεις της φύσης και στον άνθρωπο. Μια τέτοια «κατάδυση» συνιστά:
■ Η διευρυνόμενη αποδοχή της «θεωρίας» και της πρακτικής των διαφόρων εκδηλώσεων της λεγόμενης «μαύρης μαγείας» (η οποία διακρίνεται ιστορικά από τη λεγόμενη «θεραπευτική» ή «λευκή μαγεία» που αποσκοπεί πάντα στην πρόκληση του καλού –θεραπέια– και οι λειτουργοί της οποίας κατά τον Μεσαίωνα αποτέλεσαν τους προδρόμους –αλλά και τους ανταγωνιστές– των σημερινών γιατρών).
■ H επάνοδος και η μαζική αποδοχή των πιο ακραίων, δημαγωγικών και επιθετικών παραφυάδων του χριστιανισμού, του ριζοσπαστικού ισλαμισμού και του ορθόδοξου ιουδαϊσμού, που αποδεικνύει απλώς ότι ο 20ος αιώνας που προβάλλεται αυτάρεσκα ως «εποχή της λογικής» δεν είναι παρά μια εποχή βαθύτατου σκοταδισμού.
Η θρησκεία είναι μια πανάρχαια συλλογική έκφραση της οικουμενικής διανοητικής διαταραχής που συνοδεύει το ανθρώπινο είδος σ’ όλη την ιστορική του διαδρομή, που έχει ως πυρηνικό της στοιχείο την ολοκληρωτική υποταγή.10
Όπως θέτει το ζήτημα ο Ρίτσαρντ Ντόκινς (που, προσφάτως, ψηφίστηκε από το περιοδικό Prospect ως ένας από τους τρεις κορυφαίους διανοούμενους της εποχής μας, μαζί με τους Νόαμ Τσόμσκι και Ουμπέρτο Έκο):
• Επίκεντρο της θρησκευτικής μυθολογίας είναι ο θεός: Ο θεός των αποκαλυπτικών θρησκειών (και ιδιαίτερα ο θεός της Παλαιάς Διαθήκης) που είναι «μισογύνης, ομοφοβικός, ρατσιστής, βρεφοκτόνος, γενοκτόνος, εκδικητικός, τεκνοκτόνος, μεγαλομανής, σαδομαζοχιστής, ένας κακεντρεχής τύραννος».
• Οι προβαλλόμενες βασικές λειτουργίες της είναι ψυχο-φαρμακολογικές (ψυχο-ανακουφιστικές): «Eχουν αναφερθεί τέσσερις βασικές λειτουργίες τις οποίες εκπληρώνει η θρησκεία: εξήγηση, παραίνεση, παρηγοριά και έμπνευση. Καμιά από αυτές τις λειτουργίες δεν έχει ποτέ τεκμηριωθεί».
• Αποτέλεσμά της είναι οι διαρκείς συγκρούσεις: «Η θρησκεία προκαλεί πολέμους, ενισχύει τη μισαλλοδοξία και ασκεί κακή επιρροή στα παιδιά, τα οποία είναι ‘‘προγραμματισμένα’’ να πιστεύουν αυτά που τους λένε οι γονείς τους».
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, η ανθρωπότητα διακατεχόμενη από την αυταπάτη ότι είχε μπει οριστικά στο «βασίλειο της λογικής» δεν ήταν επιρρεπής σε ανορθόλογες διαφυγές και συνεπώς, η θρησκεία δεν αποτελούσε πρόσφορη καταφυγή.
Αλλά στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, ανατράπηκαν αυτές οι αυταπάτες και επιτράπηκε στο ανορθόλογο να εισβάλει στο προσκήνιο, με την πιο γνήσια μορφή του, τη θρησκευτική.
Σημεία των καιρών η θριαμβευτική επάνοδος της θρησκείας στο προσκήνιο, η μαζική στροφή στο παράλογο μιας ανθρωπότητας που ξαναγυρνάει στο Μεσαίωνα, αποποιούμενη τις ευθύνες της για την εποχή του Διαφωτισμού που αποτέλεσε μια από τις ελάχιστες φωτεινές σελίδες στη σκοτεινή ιστορία της.
Η επάνοδος και η μαζική αποδοχή των πιο ακραίων, δημαγωγικών και επιθετικών παραφυάδων του χριστιανικού, ισλαμικού και ιουδαϊκού φονταμελισμού (ορθόδοξος ιουδαϊσμός), αποδεικνύει απλώς ότι η θρησκεία ήταν και παραμένει το βασικότερο σύμπτωμα της οικουμενικής διανοητικής διαταραχής που συνοδεύει το ανθρώπινο είδος σ’ όλη την ιστορική του διαδρομή, ότι ο ορθολογισμός ήταν και παραμένει μια ασήμαντη βαλβίδα προστασίας απέναντι στην εγγενή σχιζοφρένεια του ανθρώπινου είδους, και ότι ο 20ος αιώνας που προβάλλεται αυτάρεσκα ως «εποχή της λογικής», δεν είναι παρά μια εποχή βαθύτατου σκοταδισμού.
Η Ψυχοπαθολογία της Φανατικής Πίστης: Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που μπορεί να πει «εγώ» (δηλαδή είναι το μοναδική όν που έχει επίγνωση του εαυτού του και συνείδηση του γεγονότος ότι αποτελεί μια μοναδική και ανεπανάληπτη οντότητα). Παράλληλα είναι και το μοναδικό ζώο που ξέρει ότι θα πεθάνει.
Όντας λοιπόν σε υπαρξιακή αδυναμία να αποδεχθεί την αναπότρεπτη βιολογική αναγκαιότητα του θανάτου της μοναδικής και ανεπανάληπτης οντότητάς του, είναι επιρρεπής στην αποδοχή οποιονδήποτε ιδεολογικών κατασκευασμάτων που προσφέρουν τη δυνατότητα της επέκτασης της ύπαρξής του σε κάποιο ασαφές «επέκεινα».
Κι εδώ παρεμβαίνει η μεταφυσική και η θρησκεία, εν είδει ανακουφιστικού ψυχοφάρμακου, που όπως όλα τα ψυχοφάρμακα έχουν άπειρες παρενέργειες και, κατά κανόνα, αποδεικνύονται χειρότερα από την αρρώστια.
Η θρησκεία είναι ένα συλλογικό ψυχοφάρμακο που εφευρέθηκε για να υποβαθμιστεί η αγωνία του θανάτου που ταλανίζει τον άνθρωπο, ο οποίος, λόγω της νευροφυσιολογικής του δομής, είναι καταδικασμένος να υφίσταται τις συνέπειες της αντίφασης ανάμεσα στο ότι είναι το μόνο ον που έχει συνείδηση του θανάτου του και την ασυνείδητη αδυναμία του να αποδεχτεί το πεπερασμένο της ύπαρξής του.
Σ’ αυτό το πλαίσιο διαμορφώνεται τόσο η πίστη όσο και ο ρόλος που επιφυλάσσει κάθε εκκλησία στους πιστούς της που έχει ως βάση του την τυφλή υποταγή στο «αλάνθαστο» της ηγετικής ομάδας που κατέχει κάθε φορά τη θρησκευτική εξουσία: Η εκκλησία διαχειρίζεται την πίστη και προσφέρει τη θρησκεία ως ψυχοφάρμακο με αντάλλαγμα την τυφλή υπακοή του πιστού.
Φυσική συνέπεια είναι ο αφορισμός κάθε ίχνους κριτικής σκέψης με τη διαρκή επανάληψη λέξεων-κλειδιών (όπως «δούλος», «κοπάδι» και «ποίμνιο», που προϋποθέτουν «αφέντες» και «ποιμένες»), οι οποίες υποκαθιστούν τις διανοητικές διεργασίες, απονεκρώνουν σταδιακά τη σκέψη, αυξάνουν την υποβολιμότητα του ατόμου και διευκολύνουν τη χειραγώγησή του.
Επειδή ακριβώς επειδή η κριτική σκέψη αποσαθρώνει τα διάφορα εξουσιαστικά ιδεολογήματα και θέτει υπό ριζική αμφισβήτηση την ουσιαστικότερη προϋπόθεση της ολοκληρωτικής κυριαρχίας κάθε ιερατείου, τα άτομα που επιμένουν να διατηρούν την ανεξαρτησία της σκέψης τους δεν μπορούν παρά ν’ αποτελούν εξ’ αντικειμένου μόνιμο στόχο των ηγετικών ομάδων που επανδρώνουν κάθε ολοκληρωτικό εκκλησιαστικό μηχανισμό.
Οι σκεπτόμενοι άνθρωποι γίνονται στόχος κάθε Ιερατείου ακριβώς «στο βαθμό που δεν διεκδικούν καμιά εξουσία για τον εαυτό τους και αρνούνται όχι μόνο την εκμετάλλευση αλλά και τη χειραγώγηση ανθρώπου από άνθρωπο –δηλαδή αρνούνται όχι μόνο τον παραδοσιακό χωροφύλακα και τον παπά αλλά και τη σύγχρονη σύνθεσή τους που είναι ο κομματικός καθοδηγητής».11
Όπως είναι ευνόητο, στο ψυχοδιανοητικό σύμπαν των φανατικών πιστών κάθε θρησκείας, οι όροι «αλλόθρησκος», «άπιστος» και «άθεος» δεν εκφράζουν την άρνηση του δικού τους ιδεολογικού μορφώματος αλλά αποτελούν ένα εύχρηστο «μαγικό» ξόρκι που αυτομάτως απαλλάσσει τον χρήστη του από κάθε υποχρέωση για επιχειρηματολογημένη αντίκρουση των κριτικών που θίγουν τη θεωρία, την πρακτική και την «πολιτική» των εκάστοτε διαχειριστών της δικής του θεολογίας.
Η χρήση της ξύλινης γλώσσας κάθε ιερατείου παίζει ένα καθοριστικότατο ρόλο στη διασφάλιση της άκριτης υποταγής του φανατικού πιστού στην εξουσία του «πνευματικού καθοδηγητή» του.
Γιατί όταν αυτή η γλώσσα συνδυάζεται με τη στερεότυπη επανάληψη ορισμένων όρων που έχουν μια απροσδιόριστη και δήθεν καθολικά «εξηγητική» σημασία (όπως το «θέλημα του θεού», η «θεία πρόνοια» και άλλα τινά) και τη μονότονη επαναδιατύπωση ορισμένων χαρακτηρισμών που έχουν ένα δήθεν καθολικά «απαξιωτικό» περιεχόμενο και ανάγονται σε «μαγικό» ξόρκι ικανό να εξοβελίζει κάθε «δαιμόνιο» (όπως «αιρετικός» ή «αντίθρησκος» και τα συναφή), εσωτερικεύεται από τον φανατικό πιστό ως «ακαταμάχητο» διανοητικό και επικοινωνιακό εργαλείο το οποίο από τη μια μεριά του ναρκώνει τη σκέψη και από την άλλη του επιτρέπει να αποφεύγει διαρκώς τη δοκιμασία της λογικής και συγχρόνως να βιώνει την τραγική του κατάσταση ως διανοητική «αυτάρκεια» και «ανωτερότητα».
Για όσο καιρό η περιχαράκωση της πραγματικότητας επιτρέπει την επιβίωση μιας ιδεατής εξιδανίκευσης της (που προβάλλεται σε κάποιο «επέκεινα»), όλες οι αντιφάσεις μεταξύ της πραγματικότητας και της εξιδανικευμένης αναπαράστασής της επικαλύπτονται πλασματικά στη συνείδηση του πιστού, κι αυτό του επιτρέπει να συντηρεί μια επισφαλή αλλά ανακουφιστική «ισορροπία» ανάμεσα σ’ αυτό που είναι και σ’ αυτό που φαντάζεται ότι είναι.
Αλλά από τη στιγμή της ανατροπής αυτής της «ισορροπίας», κάθε εμμονή στην άρνηση της πραγματικότητας συντελεί στη λύση της αποκαλυπτόμενης αντίθεσης σε βάρος της πραγματικότητας και προς όφελος των ιδεατών αναπαραστάσεών της, και το άτομο εισάγεται στο ψυχωτικό σύμπαν της εξουσιοφρένειας προκειμένου να συνεχίσει να «σκέπτεται» και να «ενεργεί» χωρίς σημαντικές διαλυτικές εσωτερικές συγκρούσεις, όχι σύμφωνα με αυτό που είναι αλλά σύμφωνα με αυτό που φαντάζεται ότι είναι. Έτσι διαφεύγει την ένταξή του στο χώρο της «παθολογικής σχιζοφρένειας», εντασσόμενος στο σύμπαν της «φυσιολογικής σχιζοφρένειας», καταστάσεις που διαφέρουν μεταξύ τους κατά το ότι «το παράλογο συστατικό της πρώτης είναι μεμονωμένο, ενώ ο παραλογισμός της δεύτερης είναι γενικά αποδεκτός».12
Δαιμονολογία και Δαιμονο-Εξόντωση: Για τον πιστό, όταν το «είναι» της πραγματικότητας διαψεύδει πλήρως το «φαίνεσθαι» της, προκύπτει μια αντίφαση που μπορεί να λυθεί είτε με την πλήρη παραδοχή του «είναι» της (πράγμα που αναγκαία συνεπάγεται την ολοκληρωτική απόρριψη του «φαίνεσθαι» της) είτε με την πλήρη υποκατάσταση του «είναι» από το «φαίνεσθαι» της, που και το ένα και το άλλο συνεπάγεται την αυτο-αναίρεσή του.
Συνεπώς, βρισκόμενος σε αδυναμία να αναλύσει την κατάστασή του με λογικούς όρους, είναι ευεπίφορος σε εξω-λογικές προσεγγίσεις που επιτρέπουν μια εντελώς πλασματική αλλά ωστόσο «λυτρωτική» άρση των διαλυτικών αντιφάσεων που απειλούν την ίδια του την ύπαρξη. Και η πλέον εύχρηστη εξωλογική προσέγγιση είναι οι διάφορες δαιμονολογικές «ερμηνείες» της κατάστασης, οι οποίες πυροδοτούν αναγκαστικά τη διαδικασία της κατασκευής και της εξόντωσης των «αποδιοπομπαίων τράγων».
Γιατί φυσικά, η αναντιστοιχία μεταξύ της πραγματικότητας όπως είναι και όπως εξουσιαστικά διακηρύσσεται ότι «είναι», δεν μπορεί ν’ αποδίδεται πειστικά στους «δαίμονες» μόνο στη θεωρία χωρίς τις ανάλογες έμπρακτες «αποδείξεις» (γιατί κάτι τέτοιο θα υπονόμευε δραστικά ολόκληρο το πλέγμα των εξουσιαστικών σχέσεων που εδράζεται σ’ αυτή): Κάθε μη-πειστική διακήρυξη ή «ερμηνεία» από τους θεματοφύλακες της «πίστης» και της «αλήθειας» είναι αφ’ εαυτής επικίνδυνη γιατί καθιστά πιθανή τη «διάβρωση» της συνείδησης του πιστού από τη λογική αμφιβολία, η οποία έχει από τη φύση της δυνητικά ανατρεπτικό χαρακτήρα.
Η μόνη –ιστορικά δοκιμασμένη και αποτελεσματική– έμπρακτη «απόδειξη» της ενοχής των «δαιμόνων» που μπορεί να προσκομιστεί, διασφαλίζεται με το «κυνήγι των μαγισσών» και την εξόντωση εκείνων που επιλέγονται κάθε φορά ως προσωποποιήσεις των «δαιμόνων».
Συνεπώς, υπάρχει μια σχέση απόλυτου αλληλοκαθορισμού μεταξύ της «δαιμονο-λογίας» και της «δαιμονο-εξόντωσης» που υποχρεώνει τους διαχειριστές κάθε θρησκευτικής ιδεολογίας να καταφεύγουν υποχρεωτικά στη μια, κάθε φορά που επικαλούνται την άλλη. Έτσι, μεθοδεύονται τα εκάστοτε «κυνήγια των μαγισσών», τα οποία αφενός τρομοκρατούν το κοινωνικό σώμα επιτείνοντας την παθητικοποίηση του, και αφετέρου ενδυναμώνουν τη λατρευτική σχέση μεταξύ πιστών και δόγματος.
Μ’ άλλα λόγια, η εφεύρεση, το κυνήγι και η εξόντωση των «μαγισσών» δεν είναι «μια κάποια λύση» αλλά «η λύση» στα πιο κρίσιμα αδιέξοδα της θρησκευτικής εξουσίας, των διαχειριστών και των οπαδών της. Εξ ου και το εφιαλτικό «Θάνατος στους άπιστους», που όλο και συχνότερα ακούγεται στις μέρες μας.

1 σχόλιο:

  1. Μαλλον αδυναμιας προσεγγισης του αγνωστου,του πολυ μεγαλου,του πολυ μικρου,....της θνητοτητας μας...!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.