Ἦταν δύσκολα…
Πολὺ δύσκολα τότε…
Ἔχασε τὴν δουλειά του πρὶν τέσσερα ἤ πέντε χρόνια…
Τρία παιδιὰ στὸ σπίτι περίμεναν ἀπὸ αὐτὸν…
Ἡ γυναίκα του εἶχε μία μεγάλη θέσι, σὲ μεγάλη πολυεθνική… Ἀλλὰ τὸ σπίτι καὶ τὰ παιδιὰ ἦταν δική του ὑποχρέωσις, διότι ἐκείνη ἤθελε νὰ κάνῃ καριέρα… Δὲν ἤθελε παιδιά
Ἀπὸ καιρὸ δὲν τὰ πήγαιναν καὶ τόσο καλά…
Τὸν κύτταξε εἰρωνικὰ, μάζεψε τὰ πράγματά της, πῆρε τὸ αὐτοκίνητο, πῆρε καὶ τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ πάῃ στῆς μάνας της. Ἀπὸ τότε δὲν τὴν ξαναεῖδε..
Οὔτε τὰ παιδιά του…
Ἔμεινε μόνος στὸ σπίτι γιὰ περισσότερο ἀπὸ ἕναν χρόνο…
Στὴν ἀρχὴ λίγο τὸ πάλευε…
Κάτι τὸ ταμεῖο ἀνεργίας… Κάτι μερικὰ σκόρπια μεροκάματα σὲ φίλους…
Ἄρχισε νὰ ἐλπίζῃ πὼς θὰ τὰ καταφέρῃ…
Πὼς θὰ ἀποδείξῃ στὴν γυναίκα του τὸ λᾶθος της…
Ἀλλὰ δὲν κράτησε γιὰ πολύ…
Τὸ ταμεῖο τελείωσε… Τὰ μεροκάματα σπάνιζαν…. Οἱ λογαριασμοὶ ἔμεναν ἀπλήρωτοι…
Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἔκοψαν τὸ ῥεῦμα…
Μετὰ τὸ νερό…
Μετὰ ἦλθαν οἱ κλητῆρες καὶ τὸν πέταξαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι…
Δὲν πῆρε τίποτα μαζύ του…
Οὔτε τὰ ἀναγκαῖα. Σιχαινόταν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κουβαλοῦσαν σακοῦλες καὶ σακοῦλες…. Οἱ σακουλάκηδες… Ἔτσι τοὺς ὀνόμαζε…
Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἡ ζωή του ἄλλαξε… Ποιά ζωή; Αὐτὸ ποὺ τοῦ ἀπέμεινε τέλος πάντων…
Δὲν εἶχε δῆλα δὴ ζωή…. Ἀνάσες κοφτές, σὰν τοῦ θηρίου ποὺ ξεψυχᾶ, βλέμμα ἄδειο, νεκρωμένη σκέψις….
Εἶχε νὰ δῇ τὰ παιδιά του δύο χρόνια… Ἀλλὰ δὲν τὸν ἐνδιέφερε πιά…
Κάπου κάπου ἔτρωγε στὰ συσσίτια τῆς ἐκκλησίας… Ἀλλὰ κι αὐτὸ τὸ ξεχνοῦσε…
Στὰ μέρη ποὺ κοιμόταν δὲν μιλοῦσε σὲ κανέναν… Κανέναν δὲν κύτταγε στὰ μάτια… Τί νά δῇ; Τί νά πῇ; Ὅλοι μία σιωπὴ κουβαλοῦσαν, ἕναν τρόμο καὶ μίαν ἀποτυχία… Γιατί νά μιλήσουν λοιπόν; Γιά νά νοιώσουν; Καλλίτερα εἶναι ἔτσι… Δίχως αἰσθήματα… Δίχως χαρές, δίχως λύπες, δίχως ἐλπίδες….
Τὰ ῥοῦχα του ἦταν κουρελιασμένα… Βρωμερός…. Δὲν πλενόταν πιά… Γιατί νά τό κάνῃ;
Πλένονται ὅσοι ἔχουν ὄνειρα… Ὅσοι εἶναι ζωντανοί… Αὐτὸς δὲν ἦταν… Γιατί λοιπόν νά τό κάνῃ;
Στὶς πλατεῖες, στοὺς δρόμους, στὶς στοὲς ποὺ γύριζε ἔβλεπε σιγὰ σιγὰ νὰ αὐξάνονται οἱ ἄστεγοι. Λυπόταν. Ὅλο καὶ πιὸ νέοι… Οἱ ἡλικιωμένοι δὲν ἄντεχαν πολύ. Λίγες ἑβδομάδες καὶ τοὺς μάζευε ἡ νεκροφόρα τοῦ Δήμου. Οἱ νέοι ὅμως αὐξάνονταν διαρκῶς… Χιλιάδες….
Ποτὲ δὲν μάλωσε γιὰ τὴν θέσι ποὺ τοῦ πῆραν. Τὶ ἐδῶ τὶ λίγο πιὸ πέρα…
Λὲς καὶ θὰ ἦταν ζεστότερα πιὸ κάτω…
Τί σημασία εἶχε;
Τὸ μόνον ποὺ τοῦ ἄρεσε νὰ χαζεύῃ ἦταν τὰ πλήθη στὶς διαδηλώσεις… Ποτὲ δὲν τὶς ἔχασε!
Στεκόταν σὲ μίαν καλὴ θέσι καὶ μετροῦσε… Ἕνα πανῶ, δύο πανῶ, τρία πανῶ…
Ὅλοι οἱ γνωστοὶ κι ἄγνωστοι στὶς ἐπάλξεις…
Φωνὴ γιὰ τὴν φωνή, ἴσα γιὰ νὰ βγάλουν τὸ μεροκάματο οἱ πρωτεργάτες, καὶ μετὰ ὅλοι γιὰ καφέ…
Τοὺς μόνους ποὺ λυπόταν ἦταν τοὺς …ξώφαλτσους. Τοὺς ἀσχέτους… Αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶχαν ἰδέα γιὰ τὸ πόσο τομάρια ἦταν οἱ καθοδηγητὲς καὶ οἱ ντουντουκαδόροι. Αὐτοὺς ποὺ γέμισαν ἐλπίδα καὶ φούμαρα… Ποῦ νά ἤξεραν;
Πάντα λοιπὸν φρόντιζε νὰ ἁρπάζῃ κάποιο παλληκαράκι, κάποιαν κοπελίτσα, λίγο πρὶν ξεκινήσῃ τὸ μεγάλο γλέντι τῶν καπνογόνων. Αὐτὸν δὲν τὸν ἐνοχλοῦσαν τὰ καπνογόνα. Ἀλλὰ τοὺς νέους τοὺς λυπόταν. Ὄχι τοὺς παπποῦδες, τοὺς νέους… Τοὺς ἅρπαζε ἀπὸ τὸ μανίκι καὶ τοὺς ἔσπρωχνε σὲ κάποιο στενό, οὐρλιάζοντάς τους νὰ φύγουν….
Καὶ συνήθως τοὺς γλύτωνε…
Πόσο πολὺ θὰ ἤθελε νὰ στρώσῃ τοὺς ἐπὶ κεφαλῆς μέσα στὸ γλέντι… Πόσο πολύ… Ἀλλὰ αὐτοὶ ἀπέφευγαν τὶς κακοτοπιές… Ἤξεραν κι ἀπέφευγαν…
Ὅμως καὶ οἱ διαδηλώσεις κάποτε τελείωσαν καὶ μαζύ τους τελείωσε ἡ μόνη του διασκέδασις…. Ὅπως τελείωσαν καὶ τὰ κόμματα καὶ οἱ ἐκλογὲς καὶ οἱ παραστάσεις… Στρατιωτικὸ καθεστῶς πλέον βλέπετε… Καί ποιός νά τολμήσῃ νά ἀντιδράσῃ; Ὅλοι ἔσκυψαν τὰ κεφάλια καὶ πάσχιζαν νὰ ἐπιβιώσουν… Ἴσα νὰ ἐπιβιώσουν…. Ἐὰν τὸ κατάφερναν κι αὐτό… Συνήθως δὲν τὸ κατάφερναν καὶ κατέληγαν στὰ πεζοδρόμια, στὶς εἰσόδους τῶν κλειστῶν καταστημάτων καὶ κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες… Ὅταν δὲν τοὺς ἔδιωχναν κι ἀπὸ ἐκεῖ…
Κύλησαν τὰ χρόνια… Πόσα ἦταν; Ἕνα; Δύο; Τρία;
Δὲν θυμᾶται.
Ἕνα μεσημέρι θυμήθηκε τὰ παιδιά του…
Παραμόνεψε ἔξω ἀπὸ τῆς πενθερᾶς του τὸ σπίτι κρυμμένος. Τὰ εἶδε… Ψήλωσαν… Ἀγνώριστα ἔγιναν…. Ἀλλὰ πόσο ἀδύνατα ἔδειχναν… Πόσο ἀδύνατα…
Μέσα του ξύπνησαν μνῆμες… Τὰ γέλια τους, τὰ παιχνίδια τους, οἱ φωνές τους…
Τώρα τελείωσαν ὅλα… Ὅλα!
Δὲν ξαναγύρισε.
Ἄφησε τὸν χρόνο νὰ κυλᾶ… Ὅλο καὶ συχνότερα πλέον ἀποζητοῦσε νὰ συναντήσῃ τὸν θάνατο…
Ὁ ἴδιος ἔδειχνε τρομερὸς στὴν ὄψι… Κι ἀδιάφορος… Τί σήμερα τί αὔριο; Ἔτσι κι ἀλλοιῶς εἶχε ἀπὸ καιρὸ πεθάνει….
Ἕνα βράδυ, παγωμένο βράδυ, ἀπὸ αὐτὰ τὰ βράδια τοῦ Ἰανουαρίου ποὺ δὲν ἀντέχεις οὔτε τὰ μάτια σου νὰ ἀνοίξῃς ἀπὸ τὸ κρύο, ἦλθε δίπλα του νὰ ξαπλώσῃ μία νεαρὴ μητέρα. Δὲν θὰ ἦταν οὔτε στὰ εἴκοσι. Κρατοῦσε μὲ ἀγωνία ἕνα βρέφος στὰ χέρια της… Ἔτρεμε αὐτὴ καὶ τὸ βρέφος ἔκλαιγε διαρκῶς. Ἤθελε νὰ τοὺς ἀγκαλιάσῃ γιὰ νὰ τοὺς ζεστάνῃ, ὅσο μποροῦσε, μὲ τὸ χνώτο του, ἀλλὰ γνώριζε πόσο τρομακτικὸς φαινόταν καὶ δὲν τόλμησε.
Κάποιαν στιγμὴ τὸ βρέφος ἔπαψε νὰ κλαίῃ. Οὔτε τὸ κορίτσι ἀκουγόταν… Θὰ κοιμήθηκε… Πῆρε νὰ κλείσῃ τὰ μάτια του, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἄρεσε κάτι… Σηκώθηκε, πλησίασε στὸ κορίτσι… Εἶχε λιποθυμήσῃ… Τὸ μωρό! Πρέπει νὰ σώσω τὸ μωρό, σκέφθηκε.
Ἄρχισε νὰ ταρακουνᾶ τὴν κοπέλα. Τὴν χαστούκισε… Τῆς ἔτριψε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, μήπως καὶ μπορέσῃ νὰ τὴν συνεφέρῃ… Ἀδύνατον!
Ἀσυναίσθητα ἄρχισε νὰ κλαίῃ στὴν ἀρχή… Μετὰ νὰ τῆς μιλᾶ… Μετὰ νὰ φωνάζῃ.
Οἱ ἄλλοι ἄστεγοι ἀπὸ γύρω γύρω ἀνασηκώθηκαν. Κατάλαβαν. Πλησίασαν κι αὐτοὶ μὲ τὴν σειρά τους.
Ἄλλος ἔφερε μία κουβέρτα, ἄλλος ἕνα χαρτόκουτο, κάποιος τρίτος ἕναν τενεκὲ κι ἄναψε φωτιά…
Τὸ κορίτσι ἔδειχνε νὰ συνέρχεται… Ἀλλὰ τὸ βρέφος ἦταν κολλημένο ἐπάνω της καὶ σιωπηλό… Ἴσως νεκρό… Ἴσως!
Προσπάθησε πολλὲς φορὲς νὰ τῆς τὸ πάρῃ γιὰ νὰ τὸ ζεστάνῃ, ἀλλὰ ἡ ἀγκαλιά της ἦταν σὰν μέγγενη… Δὲν μποροῦσε…
Ὅταν τὸ κορίτσι συνῆλθε κάπως ἀνεζήτησε μὲ τὸ βλέμμα της τὸ μωρό. Ἀνακούφισις… Ἦταν στὴν ἀγκαλιά της… Ὅμως…
Ὅμως ἡ ἀνάσα του εἶχε πάψει….
Ἕνα οὐρλιαχτὸ ξέσκισε τὸ στῆθος τῆς κοπέλας, καὶ σὰν νὰ ταρακούνησε τὶς νεκρωμένες σκέψεις ὅσων βρέθηκαν ἐκεῖ…..
Δὲν ἤξερε νὰ μοῦ πεῖ περισσότερα… Ἀπὸ ἐκείνην τὴν στιγμὴ καὶ μετὰ δὲν θυμᾶται πάρα πολλά…
Ὅσα συνέβησαν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἦταν σὰν νὰ μὴν τὰ ἔζησε αὐτός…. Σὰν νὰ τοῦ τὰ περιέγραψαν… Ἄν καὶ τὰ γνώριζε ὅλα, οὔτε νὰ τὰ ἐξηγήσῃ μποροῦσε, οὔτε νὰ δικαιολογήσῃ τὰ αἴτια, οὔτε ὅμως καὶ νὰ σταματήσῃ τότε τὸν ἐαυτόν του μποροῦσε…. Μὰ οὔτε καὶ θέλησε νὰ τὸ κάνῃ…
Δίχως δεύτερη σκέψι ὄρθωσε τὸ ἀνάστημά του καὶ ξεκίνησε νὰ βαδίζῃ βιαστικά…
Πίσω του, δὲν τὸ κατάλαβε ἀμέσως, ἀλλὰ πολὺ ἀργότερα, μὲ τὸν ἴδιον ῥυθμό, τὴν ἴδιαν ἔντασιν καὶ τὴν ἴδια ἀποφασιστικότητα ἄρχισαν νὰ κινοῦνται δεκάδες ζευγάρια πόδια… Πόδια παγωμένα ἔως ἐκείνην τὴν ὤρα… Ἀκίνητα.. Μισοπεθαμένα… Στὴν ἀρχὴ σέρνονταν… Ἀλλὰ μετὰ πατοῦσαν τὴν ἄσφαλτο μὲ ἀποφασιστικότητα καὶ ἡ Γῆ ἔτρεμε!
Ἄρχισαν, σὰν ἀπὸ μακρινὸ ὄνειρο, νὰ ἀκούγονται βήματα πολλά… Χιλιάδες πόδια ποὺ αὐξάνονταν διαρκῶς…. Καὶ πήγαιναν… Σταθερά, ἀποφασισμένα, στοχευμένα….
Οὐδέποτε εἶχε συνεννοηθεῖ μὲ κάποιους γιὰ κάτι…
Οὐδέποτε εἶχε συνομιλήσει μὲ κάποιους…
Οὐδέποτε εἶχε σκεφθεῖ νὰ κάνῃ τὰ ὅσα ἔκανε… Ἀλλὰ τὰ ἔκανε… Δὲν αἰσθάνεται οὔτε ἐνοχές, οὔτε τύψεις, οὔτε μετανοιώνει! Ἔπρεπε νὰ τὰ κάνῃ…. Καὶ τὰ ἔκανε.
Ἐκείνη τὴν νύκτα ξεκίνησε ἡ μεγάλη σφαγή… Καὶ ξεκίνησε ἀπὸ αὐτόν… Εἶναι τὸ μόνον ποὺ θυμᾶται ξεκάθαρα! Ἦταν ἐμπρός… Πρῶτος… Αὐτὸς στεκόταν ἔξω ἀπὸ τὰ σπίτια, τὰ μαγαζιά, τὶς πολυκατοικίες… Κυττοῦσε μίαν στιγμή… Δίχως κουβέντες, δίχως σκέψεις, δίχως προετοιμασία…. Δὲν ἀνεζήτησε ποτὲ οὐδενὸς τὴν ματιὰ ἤ τὸν σύμφωνο λόγο γιὰ νὰ προχωρήσῃ…
Ἀπὸ ἐκείνην τὴν νύκτα, κάθε βράδυ, γιὰ πολλὰ βράδια, περισσότερο ἀπὸ τρεῖς μῆνες, τὸ αἷμα ἔρρεε… Δὲν γλύτωσε κανεῖς! Μὰ κανεῖς! Ἔνοχοι, συνεργοί, συνένοχοι… Κανεῖς…
Ὄχι, δὲν ἐσφάγησαν ἀδιακρίτως τὰ θύματα… Ἀντιθέτως… Σὰν κάποιο ἀόρατο χέρι νὰ καθόριζε ἐκ τῶν προτέρων τὸν κάθε στόχο. Οἱ στόχοι ἦταν πολλοί, ἐπιλεγμένοι, μὰ ὅλοι ἔνοχοι!
Ὑπῆρξαν νεκροὶ ποὺ σκοτώθηκαν ἀκαριαῖα. Ἄλλοι ποὺ σύρθηκαν ἐπάνω στὴν ἄσφαλτο, δεμένοι πίσω ἀπὸ αὐτοκίνητα, τὰ δικά τους αὐτοκίνητα, κομματιασμένοι ἀπὸ τὰ κτυπήματα… Ἄλλοι πάλι κρεμάστηκαν ἀπὸ τὰ πανύψηλα κτίρια ποὺ εἶχαν ἁρπάξει κατὰ τὴν διάρκεια τῆς κατοχῆς… Δοσιλόγους τοὺς φώναζαν… Γιὰ λίγο λάδι ἕνα διαμέρισμα…. Γιὰ μισὸ χαράτσι, ἕνα ἐξοχικό… Γιὰ ἕναν κεφαλικὸ φόρο, μία μονοκατοικία….
Ἄλλοι ποὺ ἁπλῶς ἔπεσαν νεκροὶ εἶτε ἀπὸ φόβο εἶτε ἀπὸ κάποιο ὅπλο. Ποῦ βρέθηκαν ὅμως τά ὅπλα; Πολλὰ ὅπλα! Οὐδεῖς ἐκ τῶν σφαγέων κρατοῦσε ὅπλο. Τότε πῶς; Μήπως ἅρπαζαν τὰ ὅπλα τῶν θυμάτων ἤ τῶν φυλάκων τους;
Ἄλλοι πάλι κυριολεκτικῶς θάφτηκαν κάτω ἀπὸ τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα ποὺ ἀπέκτησαν ληστεύοντας τοὺς πάντες. Ἤ κάηκαν ζωντανοί… Ἤ κτίστηκαν μέσα στὶς κουζίνες τους, στὰ κελάρια τους ἤ ἀκόμη καὶ μέσα στὰ τζάκια τους.
Καμμία ἀστυνομικὴ δύναμις δὲν στάθηκε ἱκανὴ νὰ προστατεύσῃ αὐτὰ τὰ μιάσματα! Οὔτε ὁ στρατός! Οὔτε οἱ εἰσαγώμενες ἐνισχύσεις…. Καὶ δὲν γλύτωσε κάποιος! Ἡ κοινωνία καθάρισε διὰ παντὸς ἀπὸ τὰ σκουπίδια!!!
Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, εἰσοδηματίες, ἐπιχειρηματίες ποὺ θησαύριζαν ἀπὸ τὴν ἀνέχεια καὶ τὴν φτώχεια, τραπεζίτες, στοιχηματζῆδες, διαμεσολαβητὲς, βολεμένοι, ὑψηλόβαθμοι ὑπάλληλοι τοῦ δημοσίου καὶ τοῦ ἰδιωτικοῦ τομέως, σὐμβουλοι, μαυραγορίτες…. Χιλιάδες οἱ πρωταίτιοι τοῦ κακοῦ… Χιλιάδες καὶ τὰ θύματα….
Οἱ λίστες μὲ τὰ ὀνόματα τῶν νεκρῶν κάθε πρωΐ ἦταν ὅλο καὶ μεγαλύτερες..
Σὰν νὰ ξεπηδοῦσαν ὅλοι οἱ ἄστεγοι, ὅλοι οἱ πεινασμένοι, ὅλοι οἱ ἀδικημένοι, ὅλοι οἱ προδομένοι, ὅλοι οἱ κακοποιημένοι, ἀκόμη καὶ οἱ νεκροί, ἀπὸ τοὺς τάφους τους, γιὰ νὰ ἐκδικηθοῦν! Διότι οὐσιαστικῶς ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ξεκίνησαν τὴν σφαγὴ ἦταν σχεδὸν νεκροί! Καὶ οἱ νεκροὶ δὲν ἔχουν συνείδησι… Οὔτε μνήμη…. Ἀλλὰ οὔτε καὶ μέλλον…
Τὰ κατακρεουργημένα πτώματα, παραμορφωμένα, κομματιασμένα ἐντοπίζονταν ἀπὸ τὶς πανικόβλητες ἀρχές, μόνον ὅταν ὁλοκληρωνόταν τὸ ἔργο τῶν σφαγέων… Οὐδέποτε βρῆκαν οἱ ἀρχὲς κάποιον πρὶν παραλάβῃ στὸ ἀκέραιον τὴν «ἐπιταγὴ πληρωμῆς» ποὺ προοριζόταν γιὰ αὐτόν….
Ἀνανοινώσεις, ἀπαγορεύσεις κυκλοφορίας, ἀστυνομία, στρατός, εἰδικὲς δυνάμεις, πολεμικὰ ὅπλα στήθηκαν στοὺς δρόμους, στὶς πλατεῖες, στὶς ταράτσες γιὰ νὰ ἀποτρέψουν τοὺς ἐπιδόξους δολοφόνους. Κι ὅμως…. Ἐκείνη ἡ κραυγὴ τῆς κοπελίτσας, κάθε βράδυ, τὴν ἴδια ὤρα, οὔρλιαζε μέσα στὰ αὐτιά κάποιων καὶ τοὺς ὄρθωνε ξανὰ ἐμπρὸς στὸ καθῆκον, πανέτοιμους νὰ ἐπαναλάβουν αὐτὰ ποὺ διέπραξαν ὅλες τὶς προηγούμενες νύκτες….
Κάπου κάπου, κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀλῆτες, ὅπως τοὺς ἀποκαλοῦσαν οἱ ἀρχές, ἔπεφτε νεκρός…
Σιγὰ μὴν τρομάξῃ ὁ νεκρός… Τρομάζει ὁ νεκρός; Ὁ ζωντανὸς φοβᾶται τὸν θάνατο… Ὁ νεκρὸς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ θάνατος…
«Σιγὰ τὰ ἐμπόδια, μοῦ ἔλεγε… Σὰν νὰ γινόμασταν ἀόρατοι… Περνούσαμε ἀνάμεσά τους καὶ δὲν μᾶς ἔβλεπαν… Δὲν ξέρω τὶ ἦταν… Νέφος μᾶς κάλυπτε;», καὶ γελοῦσε…. «Ἐμεῖς κάθε βράδυ, σὰν ὑπνωτισμένοι, ξεκινούσαμε…. Κι ἐὰν δὲν τελειώναμε μὲ τὴν λίστα δὲν σταματούσαμε….»
Κι ἔτσι κύλησαν μῆνες…
Πόσοι ἦταν; Δύο; Τρεῖς; Τέσσερις;
Πάντως ἕνα πρωΐ κατάλαβε πὼς ἦταν ἄνοιξις… Ἔτσι, ξαφνικά, κατάλαβε… Χαμογελοῦσε πάντα…
Ἤξερε τὸ τὶ εἶχε κάνει ἀλλὰ δὲν ἤξερε τὸ γιατί… Οὔτε τὸ πῶς ἔφθανε στὰ θύματα ἤξερε… Οὔτε τὸ γιατὶ ἦταν αὐτὰ τὰ θύματα κι ὄχι κάποια ἄλλα…. Οὔτε γιατὶ σὲ κάθε θύμα ἐφήρμοζαν διαφορετικὸ τρόπο θανάτου, ἄμεσα ὅμως συνδεδεμένο μὲ τὶς προηγούμενες πράξεις του…
Ἔτσι κι ἀλλοιῶς εἶχε τόσα πολλὰ χρόνια νὰ παρακολουθήσῃ εἰδήσεις… Εἶχε ξεχάσει πρόσωπα, ὀνόματα, καταστάσεις… Δὲν τὸν ἐνδιέφερε…. Δὲν μποροῦσε λοιπὸν νὰ ἐξηγήσῃ τὶς ἐπιλογές…..
Ἀλλὰ νά…
Κάθε βράδυ, ἀπὸ τότε μὲ τὸ νεκρὸ βρέφος, κάποια δύναμις, ὄχι δική του, τὸ ἔλεγε καὶ τὸ ξανάλεγε, τὸν σήκωνε καὶ τὸν ὁδηγοῦσε…. Ἐκείνη τὸν πήγαινε.. Αὐτὸς ἁπλῶς ὑπάκουε… Δὲν ξέρει ἐὰν καὶ οἱ ἄλλοι τὴν ἔνοιωθαν ἤ ἁπλῶς ἔνοιωθαν τὴν δική του ἀποφασιστικότητα. Πάντως κανένα ἔγκλημα δὲν ἔκανε μόνος του… Πάντα ἦταν ἐκατοντάδες μαζύ του… Κάποιες φορὲς καὶ χιλιάδες… Ἴσως ἡ Νέμεσις νὰ ἀπεφάσισε πὼς ἦταν τὸ χέρι της σὲ ἐτοῦτον τὸν κόσμο αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος… Ἴσως… Ἴσως ἀκόμη νὰ ἦταν καὶ ἡ ἴδια ἡ Νέμεσις… Καὶ χαμογελοῦσε….
Τὸν ῥώτησα γιὰ κάποιες λεπτομέρειες. Δὲν θυμόταν. Τὸ μόνον ποὺ θυμόταν ἦταν πὼς βγῆκε ἀπὸ ὅλην αὐτὴν τὴν σφαγὴ καθαρός! Αἰσθανόταν σὰν τὸ χέρι τῆς Νεμέσεως, κι ἄς μὴν τὴν εἶχε δεῖ ποτέ του. Σὰν νὰ ἦταν ἡ Νέμεσις αὐτὸς ὁ ἴδιος…. Κι ὅλα τὰ βάσανα τῆς ἀνθρωπότητος αὐτὸς νὰ ἔπρεπε νὰ τὰ ξεπλύνη… Σὰν νὰ τοῦ ἄφησαν παραγγελιά… Γιὰ πάντα….
Τὸν βρῆκα ἔνα βράδυ στὴν Θεσσαλία, ἀγρότη πιά, σὲ καταπατημένη ἔκτασι, (τὴν εἶχε καταπατήσει μία τράπεζα ἀπὸ κάποιον ἀγρότη ποὺ στὸ μεταξὺ ηὐτοκτόνησε. Ἔρημη ἦταν καὶ ἡ τράπεζα ἄφαντη….) νὰ σκαλίζῃ τὴν φωτιὰ στὸ τζάκι τῆς παράγκας του. Μία καμαρούλα, δίχως ἠλεκτρικό, φτιαγμένη μὲ σανίδια ἀπὸ τὸ δάσος… Δύο τρία πιατικά… Ἕνα δύο κατσαρόλια… Νερὸ ἀπὸ τὴν πηγή… Ἁπλᾶ πράγματα…. Ὅπως ὅλοι δῆλα δή… Καταλάβαινε πὼς ἔπρεπε τώρα νὰ γίνουν οἱ περισσότερες θυσίες… Τώρα ποὺ καθαρίσαμε ἀπὸ τὴν σαπίλα, ὅλοι βάζαμε πλάτη γιὰ νὰ ξαναφτιάξουμε τὶς ζωές μας ἀπὸ τὴν ἀρχή…. Κι αὐτὸς πλάτη ἔβαζε… Ἀλλὰ τώρα πιὰ ὅλοι βλέπαμε τὸ φῶς ἐμπρός μας…. Ὅπως κι αὐτός….
Χαμογελοῦσε… Διαρκῶς χαμογελοῦσε…. Μὲ φιλοξένησε, ἄν καὶ δὲν μὲ γνώριζε καὶ μιλήσαμε γιὰ ὥρες… Ἤξερε πὼς ἤξερα… Ἀλλὰ δὲν μιλοῦσε στὴν ἀρχή…
Μοῦ ἐξιστόρησε πολλά…
Ξεκίνησε νὰ μοῦ μιλᾶ γιὰ τὰ παιδιά του, ποὺ τώρα θὰ εἶναι μεγάλα καὶ τρανά…
Γιὰ τὰ χρόνια ποὺ ἦταν ἄστεγος… Νεκρός… Γιὰ τοὺς χιλιάδες ἀστέγους ποὺ βρῆκε ἐμπρός του καὶ ποὺ οἱ περισσότεροι χάθηκαν… Γιὰ φίλους αὐτόχειρες… Γιὰ παιδιὰ ποὺ ἐκλάπησαν, διότι παρεδόθησαν σὲ ἱδρύματα… Γιὰ οἰκογένειες ποὺ διελύθησαν διὰ πάντα… Γιὰ τὴν πείνα… Γιὰ κορίτσια ποὺ γιὰ ἕνα πιάτο φαγητὸ ἔγιναν πόρνες… Γιὰ ἀγόρια ποὺ ἔγιναν ὄργανα ἡδονῆς… Χαμογελοῦσε ὅμως διαρκῶς… Αὐτὰ πέρασαν. Τελείωσαν! Ἔμειναν στὸ παρελθόν, μόνιμα σημάδια, γιὰ νὰ θυμίζουν τὸ πῶς δὲν ἔπρεπε νὰ πορευόμαστε… Ἐμπρὸς ἦταν τὰ καλλίτερα τώρα πιά…
Ἤξερε πὼς ἤξερα… Ἤξερε πὼς ἔφθασα ἔως ἐκεῖ γιὰ νὰ μάθω περισσότερα….
Δὲν ἤθελε στὴν ἀρχὴ νὰ μιλήσῃ… Δὲν ντρεπόταν, ἀλλὰ νά, δὲν ἤθελε νὰ μείνῃ τὸ ὄνομά του χαραγμένο στὴν μνήμη κανενός.
Δὲν ἔκανε κάτι αὐτός… Ἡ δύναμις, ἔλεγε…
Τὸ ὅ,τι γνώριζα ὅμως τὸν ἔκανε σιγὰ σιγὰ νὰ μοῦ πῆ τὰ πάντα… Ἤ τοὐλάχιστον ὅσα θυμόταν…Ὅσα μοῦ εἶπε σᾶς τὰ ἔγραψα… Μὲ τὴν ἄδειά του πάντα….
Δὲν μοῦ εἶπε τίποτα περισσότερο ἀπὸ ὅσα ἤδη γνώριζα. Μόνον λίγες ἀκόμη λεπτομέρειες ἔμαθα…
Οἱ νύκτες τῆς σφαγῆς.
Οἱ νύκτες ποὺ κάθε ἔνοχος ἔτρεμε καὶ οὐδέποτε πρόλαβε τὸ ἀεροπλάνο ἤ τὸ πλοῖο… Γιὰ κάποιον, ἄγνωστο λόγο, κανένας δὲν ξέφυγε… Οὔτε ἡ γυναίκα του… Οὔτε κἄν αὐτοὶ ποὺ εἶχαν καταφέρει νὰ διαφύγουν νωρίτερα στὸ ἐξωτερικό… Τὰ ἴδια ἔπαθαν… Παντοῦ, ὅλοι! (Δὲν θέλησε ποτὲ νὰ μάθῃ ἐὰν τὰ παιδιά του ἐπέζησαν αὐτῆς τῆς σφαγῆς. Γνώριζε πὼς ἐὰν ἄξιζαν κάτι, θὰ εἶχαν ἐπιβιώσῃ… Ἐὰν ὄχι… Εἶχαν διαλέξει στρατόπεδο…)
Τὸν βρῆκα ἕνα βράδυ στὶς περιπλανήσεις μου… Ἀπὸ τότε τὸν συναντῶ συχνὰ καὶ κουβεντιάζουμε… Ἔχουμε πολλὰ νὰ ποῦμε καὶ πολὺ περισσότερα νὰ μάθουμε ὁ ἔνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Αὐτὸς πέρασε μέσα ἀπὸ τὴν κόλασι καὶ σηκώθηκε. Ἐγὼ τὴν ἔχω ἐμπρός μου…
Ζωντανός, ὑπαρκτός, πραγματικός… Συχνὰ μὲ περιμένει σκαλίζοντας τὴν φωτιά, πάντα χαμογελαστός…. Πάντα!
Κάποιοι ἴσως νὰ πιστέψουν πὼς τρελλάθηκα… Πὼς ἔπιασα νὰ πιστεύω στὰ ὄνειρα… Πὼς ἀγόρασα ὀνειροκρίτη…
Ὄχι… Δὲν ἄλλαξα πλευρά… Ἀκόμη ἐδῶ εἶμαι…
Ἀλλὰ νά… Ἐχθὲς διάβασα ἕνα σημείωμα, τοῦ διαδικτυακοῦ φίλου Πυθαγόρα. Καὶ τόλμησα νὰ θυμηθῶ καὶ νὰ καταγράψω κοντὰ στὸ δικό του ὄνειρο καὶ τὸ δικό μου. Ὄνειρα εἶναι… Παρεοῦλα νὰ κάνουν… Νὰ μὴν μένουν μοναχούλια τους μέσα σὲ τόσην μιζέρια…. Ἀλλὰ κρύβουν τόσην ἀλήθεια… Μὰ τόσην ἀλήθεια…
Φιλονόη.
Υ.Γ. Κανένας μας δὲν πρόκειται νὰ σηκωθῇ, ὅπως τοῦ πρέπει, ἐὰν δὲν περάσῃ πρῶτα ἡ Νέμεσις μὲ τὸ βαρύ της χέρι ἀπὸ τὴν ζωή μας! Κανένας μας! Κι ἐὰν τὸ παραπάνω σᾶς φαίνεται σὰν ὄνειρο, δὲν πειράζει… Εἶναι ἕνα ὄνειρο καλὸ γιὰ κάποιους, κακὸ γιὰ κάποιους ἄλλους… Ἐμεῖς ξέρουμε κι ἀρκεῖ!
Υ.Γ.2. Ὅσες φορὲς τοῦ ζήτησα τὴν ἄδεια γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω τὸ ὄνομά του δὲν ἀπαντοῦσε… Ἕνα βράδυ μοῦ εἶπε: «Γράψε Νέμεσις… Θὰ καταλάβουν!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.