Βραδάκι Ιουνίου και έχω βγει βόλτα κάπου σε ένα νησί να απολαύσω το αμυδρό αεράκι και να εισπνεύσω επιτέλους με όλο μου το είναι λίγο καθαρό οξυγόνο.
Δεν ξέρω γιατί αλλά όποτε βρίσκομαι εκτός Αθηνών νιώθω σαν ψάρι που από τη γυάλα με πετάνε ξαφνικά σε ένα απέραντο ωκεανό και θέλω να πάρω τόσες ανάσες που να σκάσω από το πολύ οξυγόνο.
Περπατάω κατά μήκος του λιμανιού, χαζεύοντας την αντανάκλαση του εαυτού μου στο νερό, τις άχαρες μορφές που παίρνει, ενώ λιγοστός κόσμος, κυρίως ..
τουρίστες, ζουν το Summer in Greece.
Σκέφτομαι πόσο διαφορετική γίνομαι όταν φεύγω μίλια μακριά από την Αθήνα, την πόλη που τόσο μισώ να αγαπώ και πολλές φορές και το αντίστροφο, όταν ένας ξανθωπός τύπος με κόκκινο μαντήλι στο λαιμό λες και ξεπήδησε από κάποια ελληνική ταινία, πλησιάζει εμένα και την παρέα μου, και μας ενημερώνει για κάτι μονοήμερες κρουαζιέρες. Τις είχαμε ακουστά και είχαμε σκοπό να πάμε οπότε τον αφήσαμε να μας ενημερώσει. Όλα καλά μέχρι που έρχεται λίγο πιο κοντά και με στιλ συνωμοτικό αλά Τζέιμς Μποντ, που θα μας ενημέρωνε για κάποια μυστική αποστολή, μάς προτρέπει χαμηλόφωνα να κάνουμε τη κρουαζιέρα κάποια συγκεκριμένη μέρα, γιατί τότε θα είχε πολύ λιγότερους τουρίστες. «Στους τουρίστες λέμε everyday Good good», κάνει με τα…άπταιστα αγγλικά του, ενώ μας κλείνει το μάτι και λέει πως θα μας έκανε και έκπτωση και όλα αυτά επειδή παίζουμε εντός έδρας που λένε και στο ποδόσφαιρο, είμαστε δηλαδή Έλληνες.
Ένιωσα τόσο άσχημα. Γιατί να γίνει τώρα αυτό; Γιατί να έχουμε ευνοϊκή μεταχείριση; Γιατί να συμπεριφέρεσαι σε ένα ξένο τουρίστα λες και είναι χαζός; Γιατί να τον βλέπεις μόνο σαν ένα κινούμενο πορτοφόλι; Είναι ένας άνθρωπος που σέβεται και θαυμάζει την χώρα σου και την τιμά με την επίσκεψή του.
Δε λέω ότι αυτό γίνεται μόνο στην Ελλάδα, προς Θεού. Είναι πολλοί που βλέπουν έναν ξένο τουρίστα λες και είναι ένα ψάρι που βγήκε από τα νερά του και έχουν βγει με ένα καλάμι στο χέρι να το ψαρέψουν εκείνοι πρώτοι. Απλά έτυχε να το βιώσω στη χώρα μου.
Αυτή ευτυχώς είναι η μια όψη του νομίσματος. Την άλλη όψη, την φιλόξενη, την ευγενική, την ντόμπρα, την είδα μέσα από τα μάτια του κυρ Αχιλλέα, δυο καταγάλανα μάτια τόσο καθάρια όσο η θάλασσα στα ανοιχτά. Ο κυρ Αχιλλέας νοικιάζει μερικά δωματιάκια, ενώ συχνά πυκνά τον πετύχαινες κάτι να μαστορεύει. Το ρυτιδιασμένο, ροδαλό πρόσωπό του σου έδειχνε έναν ήρεμο άνθρωπο και η φωνή του δε σου άφηνε περιθώρια να μην τον συμπαθήσεις.
Ο κυρ Αχιλλέας λοιπόν, μας αφηγήθηκε του κόσμου τις ιστορίες, τις οποίες είμαι σίγουρη πως αφηγείται σε όποιον και αν μιλά, Έλληνα ή μη. Θέλει ο κόσμος που έρχεται να είναι αγαπημένος και να περνά πάντα καλά. Αυτή τη φράση την λέει και την ξαναλέει λες και είναι κάποιο μαγικό ξόρκι που λέγοντάς το θα πιάσει. Την λέει και την πιστεύει: «Παιδί μου μόνο αυτό αξίζει στην ζωή, να περνάμε καλά και να είμαστε όλοι αγαπημένοι». Και όταν λέει όλοι το εννοεί και μου εξιστορεί άλλη μια ιστορία: «Ήρθαν παιδί μου κάτι Ολλανδοί και τους είπα ότι τους χαρίζω ένα βράδυ, να ευχαριστηθούν και να δουν όσα δε πρόλαβαν. Εκείνοι ξαφνιάστηκαν, δεν τους είχε ξανασυμβεί ούτε στη χώρα τους. Με ευχαριστούσαν ξανά και ξανά…».
Ο κυρ Αχιλλέας σε κοιτάει στα μάτια και όχι στην τσέπη. Ο κυρ Αχιλλέας δεν είναι ο μόνος. Μάλλον υπάρχουν και άλλοι. Όχι μάλλον, σίγουρα. Όπως το παιδί που βόλταρε στο λιμάνι και βρήκε το πορτοφόλι ενός Τσέχου και αφού έφαγε όλο τον τόπο τον βρήκε και του το έδωσε. Ας υψώσουμε λοιπόν όλοι το βλέμμα μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.