20 Φεβ 2012

ΟΙ ΑΔΕΛΦΟΦΑΔΕΣ ΖΩΝΤΑΝΕΥΟΥΝ...!


΄Εσκυψε, πήρε απο ένα στασίδι τον σκούφο του να βγει έξω, μα εκεί που φούχτωνε τα μαλλιά του να τα χώσει στο παπαδίστικο σκούφο, βαθύς στεναγμός ακούστηκε στο σκοτάδι, ένα στασίδι έτριξε.


 Η Τρίχα του παπα-Γιάνναρου σηκώθηκε. Φοβήθηκε!

 Μα ντράπηκε, απλοχέρισε, πήρε απο το μανουάλι ένα κερί, τό άναψε στο καντήλι του Χριστού και τράβηξε ίσια κατά το στασίδι, απ'όπου ακούστηκε ο στεναγμός.
Ετρεμε το κερί στο χέρι του, μα έδεσε κόμπο την καρδιά του, ζύγωσε.

Χαμήλωσε το κερί...μια γριά, γατζωμένη στο στασίδι, πετάχτηκε ορθή! κι' ολομεμιάς απο τα διπλανά στασίδια τέσσερεις άλλες γριες σήκωσαν στο φως του κεριου τα χλωμά σταφιδιασμένα τους πρόσωπα.

-Ποιές είστε? Τι γυρεύετε εδώ? Κατεβείτε απο τα στασίδια! ξεφώνισε ο παπα-Γιάνναρος πισωδρομώντας .
Κατρακύλησαν οι γριές απο τα στασίδια, σωριάστηκαν κάτω στις πλάκες και γαντζώθηκαν απο το περβάζι του Επιτάφιου. Εσκυψε απάνω τους ο παπάς , ζύγωσε στην καθεμιά το φως του κεριού.
 Τι πίκρα, τι μάτια αδειασμένα απο το κλάμα, τι χείλια γεμάτα φαρμάκι!!!
"Ετούτα είναι τα πρόσωπα της Ελλάδας" συλλογίστηκε ο παπα-Γιάνναρος ανατριχιάζοντας , "ετούτες είναι οι μάνες..."

Κι' άξαφνα οι πέντε χαροκαμένες γερόντισσες του φώναξαν, έτσι που τις κοίταζε σκυφτός , πως ήταν οι πέντε μεγάλες Ελληνομάνες-η Ρουμελιώτισσα, η Μακεδονίτισσα, η Ηπειρώτισσα, η Μοραίτισσα κι η αρχόντισσα μάνα απο τα νησιά ...


-Τι ζητάτε εδώ στο Κάστελο? ρώτησε με ταραχή, ποιόν γυρεύετε, ποιές είστε?
 Πήραν όλες μονητάρου να μιλούν, να σκληρίζουν, να στηθοδέρνονται.
-Δεν καταλαβαίνω τίποτα! Τίποτα! Τι χλαλοή είναι ετούτη? Μια να μιλήσει!
Η πιο γρια ανασηκώθηκε στα γόνατά της, άπλωσε το χέρι της στις άλλες , το πρόσωπό της ήταν απο σκληρή πέτρα.
-Σωπάτε, είπε, εγώ υα μιλήσω, η γεροντότερη!
Στράφηκε στον παπά:
-Είμαστε οι μάνες, έχουμε γιους στον πόλεμο, άλλες στον κάμπο, άλλες στο βουνό. Ολες έχουμε κι'απο ένα σκοτωμένο. Είμαι η γριά Κρουσταλλένια απο τον Χάλικα. Τι έπαθες παπα-Γιάνναρε δεν μας γνωρίζεις? Ο νους σου θαρρώ, ήταν αλλού, στις βλαστήμιες.
-Δεν βλαστημούσα, όχι δεν βλαστημούσα. Τα λόγια σου να τα μετράς...δεν βλαστημούσα, προσευχόμουν! Ετσι προσεύχομαι εγώ στον Θεό, δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν!
Πήγε και κάρφωσε το αναμμένο κερί στο μανουάλι, γύρισε στις γερόντισσες, η φωνή του τώρα μαλάκωσε:
-Σκύβω και προσκυνώ τον πόνο σας μανάδες της Ελλάδας είπε συμπαθάτε με, ο νους μου, άργησε να γυρίσει μέσα κόκαλα του κεφαλιού μου, να σας δω και να σας γνωρίσω.
Τώρα πια γύρισε απο τον πύρινο ουρανό, όπου μιλούσα με τον Παντοκράτορα και σας καλωσορίζω
όλες, μια, μια ξέχωρα:

 Kαλώς όρισες κυρά-Κρουσταλλένια, χαροκαμένη απο το Χάλικα.
 Καλώς όρισες κυρά-Μαριγώ απο την Παστροβά. 
 Και του λόγου σου κυρά-Δέσποινα απο το Κρούσταλλο, κι εσύ γριά γερόντισσα Ζαφείρω , απο την Χρυσοπηγή. 
Καλώς ορίσατε στο σπίτι ετούτο του Θεού στο σταυρωμένου. Τι θέτε? Ποια τα παραπονά σας? Ακούω...

-Μας ξεσπίτωσαν, παπα-Γιάνναρε, βόγκηξε η γριά Κρουσταλλένια, μας έδιωξαν απο τα χωριά μας, μαυροσκούφηδες και κοκκινοσκούφηδες, μας σκοτώνουν τους άντρες μας, γυρίζουμε απο σπηλιά σε σπηλιά, πεινούμε, κρυώνουμε... Πού να στραφούμε? Σε ποιανού πόδια να πέσουμε? πώς θα πάρει τέλος η συφορά? Μας έπεψαν τα χωριά γέροντα, να σε ρωτήσουμε
Εσύ μιλάς με τον Θεό, εσύ είσαι το στόμα του, τ'αυτιά του, τα μάτια του, στα ξεροβούνια ετούτα, θα ξέρεις...

-Βοήθα μας γέροντα! σκλήρισαν κι οι αποδέλοιπες γριές κι ανασηκώθηκαν στα γόνατά τους. Κρέμεται ο λαός απο το λαιμό σου!

 Ο παπα-Γιάνναρος πήγε και ήρθε μέσα στην εκκλησιά, στάθηκε μπροστά απο τέμπλο, κοίταξε τον Χριστό μα δεν τον είδε, ο νούς του αρμένιζε αλάργα, σε σκοτεινά νερά. Πολλά στενή του φάνηκε άξαφνα η εκκλησιά, άν άπλωνε τα μπράτσα τουοι τοίχοι θα γκρεμίζονταν. "Ο Θεός έριξε επάνω μου"..μουρμούρισε, "όλα τα βάρητα. Βάστα κακομοίρη παπα-Γιάνναρε!"
 Εσκυψε στις γονατισμένες γερόντισσες τις πήρε μια μια απο το χέρι τις σήκωσε!

-Καθεμιά σας, είπε, έχει κι'ένα νεκρό στην αυλή της μα εγώ έχω χιλιάδες λείψανα στην αυλή μου, τυλιγμένα σε μαύρες και κόκκινες σημαίες. Οχι στην αυλή μου, στο σπλάχνο μου δεν μπορώ πια να περπατήσω, σκοντάφτω! Και σε όποιο λείψανο κι αν σκύψω, βλέπω το πρόσωπό μου, γιατί όλα είναι παιδιά μου. Κοίταξε τις γριές που είχαν πιαστεί πάλι απο τον Επιτάφιο και σκλήριζαν.

-Σηκωθείτε, ξεγαντζώστε απο τον Επιτάφιο, σταθείτε στα πόδια σας! Δεν βαρεθήκατε ακόμα να κλαίτε? Σιχαίνεται ο Θεός τα κλάμματα. Το νερόμυλο μπορούν να τον κινήσουν τα κλάματα του ανθρώπου, τον Θεό δεν μπορούν! Γυρίστε στις σπηλιές σας, καλέστε σε σύναξη τους άντρες, τις γυναίκες, ανοίχτε το στόμα φωνάχτε: Toύτα παραγγέλνει ο Παπα-Γιάνναρος απο το Καστέλο. Τρεις οι δρόμοι που μπορούν να μας πάνε στην λύτρωση: o Θεός, οι αρχηγοί του λαού, ο λαός! 

Ο Θεός να το πάρετε απόφαση, μας κλείστηκε. Δεν ανακατεύεται λέει στις δουλειές μας, μυαλό μας έδωκε, λευτεριά μας έδωκε, πλένει και ξεπλένει τα χέρια του. Μας σιχαίνεται? Δεν μας θέλει? για περίσσια μας αγαπάει και μας παιδεύει?

 Δεν ξέρω, άνθρωπος είμαι αμαρτωλός , δεν μπορώ να μπω στα μυστικά του Θεού. Μα ένα μονάχα ξέρω θετικά: o δρόμος αυτός είναι κλειστός, τυφλοσόκκακο.

Ο δεύτερος δρόμος, ανάθεμά τους,  είναι οι αρχηγοί του λαού, οι κεφαλές. Ολοι, όλοι οι αρχηγοί. Εγώ διάκριση δεν κάνω, δεν είμαι κόκκινος μήτε μαύρος, να τους πεις, είμαι ο παπα-Γιάνναρος που μιλάει με τον Θεό και δεν  καταδέχεται ποτέ να προσκυνήσει κατουρημένες ποδιές των ανθρώπων!
Κι'αν σκίσεις την καρδιά μου, θα βρεις όπως στην χάρτα που κρέμεται στα σχολειά, απο την μια άκρη ως την άλλη της καρδιάς μου, απλωμένη απάνω στο αίμα μου, τηνΕΛΛΑΔΑ! Ολάκερη την ΕΛΛΑΔΑ! Αυτό να τους πείτε, αυτό τ'ακούτε?
-Ακούμε ακούμε αποκρίθηκαν οι μανάδες ..λέγε γέροντα  και μη θυμώνεις αυτός ο δεύτερος δρόμος είναι ανοιχτός?

Ο δεύτερος δρόμος είναι κι'αυτός κλειστός. Κανένας αρχηγός δεν έχει μέσα του ολάκερη την Ελλάδα, μήτε μαύρος, μήτε κόκκινος. Ολοι τους την έχουν μοιρασμένη, την άκαμαν οι κακούργοι δυο κομμάτια, σαν να μην ήταν ζωντανή. Και το κάθε κομμάτι λύσσιαξε να φάει το άλλο. Βασιλιάδες, πολιτικάντηδες, γαλονάδες, δεσποτάδες, κοτζαμπάσηδες, καπεταναίοι του βουνού και του κάμπου, όλοι, όλοι έχουνε λυσσιάξει. Είναι λύκοι λιμασμένοι, πεινούν κι'είμαστε εμείς ο λαός το κρέας γιατί μας βλέπουν ως κρέας και μας τρώνε!
-Ο τρίτος δρόμος, ο τρίτος δρόμος γέροντα μου? τον ρώτησε μιαν άλλη γρια τραβώντας τον απο το φαρδομάνικο
-Ποιος τρίτος δρόμος? Δεν έχει τρίτο δρόμο! Δεν έχει ακόμα ανοίξει να γίνει δρόμος. Πρέπει εμείς, μοχτώντας προχωρώντας να τον ανοίγουμε, να γίνει δρόμος.

-Ποιοι εμείς?

-Ο Λαός! Απο τον λαό αρχίζει ο δρόμος αυτός, με τον λαό προχωράει και στον λαό τελειώνει!
Βολές, βολές αστραπή σκίζει το νού μου...ποιός ξέρει , λέω, μπορεί ο Θεός να μας σπρώχνει στην άκρα ετούτη συφορά για να μας αναγκάσει ν'ανοίξουμε θέλοντας και μη, για να σωθούμε, τον τρίτο αυτό δρόμο...Δεν ξέρω μανάδες, πού να σταθώ, να βγάλω κρίση, μα αν ρωτήστε την καρδιά μου, αυτό λέει, να μη πιάνεστε ακόμα απο την άκρα του ρούχου μου, σα τα μωρά. Σηκωθείτε, ορθοί, περπατάτε μόνοι σας!
Οι γριές δεν καταλάβαιναν καλά- καλά τα λόγια του παπά, μα η καρδιά τους μια στάλα ειρήνεψε, έδεσαν σφιχτά τα μαύρα τσεμπέρια τους, έκρυψαν το κούτελο, το πιγούνι, τ'αυτιά, το στόμα..συντάχτηκαν για το δρόμο.
-Στην ευκή του Θεού και της πατρίδας, είπε και σταύρωσε απάνω απο τις γερόντισσες τον αέρα.
Στάθηκε στο κατώφλι της εκκλησιάς και κοίταξε τις μανάδες, την μια πίσω απο την άλλη, ν'αραδίζουν τον τοίχο τοίχο και αφανίζουνται. Ανέβαινε το φεγγάρι απο το πετρόχαρο βουνό, μύριζε ο αγέρας θρούμπα και σαπίλα
-Κακόμοιρη Ελλάδα, μουρμούρισε ο γέροντας κοιτάζοντας τις μανάδες ν'αφανίζονται ανάμεσα στις πέτρες, κακόμοιρη Ελλάδα με το μαύρο τσεμπέρι!
Απόσπασμα  απο βιβλίο: "ΟΙ AΔΕΛΦΟΦΑΔΕΣ" του Νίκου Καζαντζάκη.
Αφιερωμένο σ'όσους ανατριχιάζουν στην θέα του αδελφού τους Έλληνα κομμουνιστή, Έλληνα στρατιωτικού, Έλληνα αστυνομικού, Ελληνα δικαστικού, Έλληνα δημόσιου υπάλληλου, ΄Ελληνα εκπαιδευτικού, Ελληνα ελεύθερου επαγγελματία, Ελληνα Ιδιωτικού υπάλληλου, ΄Ελληνα ταχυδρομικού, ΟΤΕτζή, ΔΕΗτζή, οικοδόμου, λιμενεργάτη, εργάτη, γεωργού, κτηνοτρόφου, Ελληνα...Ελληνα , ωρέ ΑΔΕΛΦΟΥ!!!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.