Οι δυο μεταλλαγμενοι και ο Λουκας,το καλο παιδακι |
Τον Λουκά τον Παπαδήμο, τον ξέρω, απο παλιά.
Μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονια, στο Μπουρνάζι, την δύσκολη δεκαετία του 60. Τον φωνάζαμε χαιδευτικά, Λουκάκη, Λάκη, ή χωρίστρα, ή όλο μαζί, «Λουκάς ο χωρίστρας». Ο ίδιος απαιτούσε να τον λέμε, σκέτο Λουκά, αλλά σε κανέναν απο την γειτονιά, δεν προέκυπτε. Φορούσε γιαλά, απο μικρός. Έναν μεγάλο κοκάλινο σκελετό, που αν δεν με απατά η μνήμη μου ακόμα τον φοράει.
Απο εκείνα τα χρόνια θυμάμαι, έντονα, ένα αποκριάτικο πάρτι μασκέ, στο οποίο ο Λουκάκης, είχε έρθει, ντυμένος «κοστούμι», είχε φορέσει ένα κοστούμι, και περιφερόταν, τεντωμένος, αγέλαστος, και σχεδόν ..
απαθής.
Μετά την Αμερική που είχε πάει για σπουδές χαθήκαμε και ξαναβρεθήκαμε, στην τράπεζα της Ελλάδος. Αυτός ήταν διοικητής και εγώ περνούσα απο έξω στην Πανεπιστήμιου, όταν ένας συνταξιούχος που περπατούσε δίπλα μου, σηκώνει το κεφάλι και ρίχνει μια μούντζα, προς τα πάνω. Γυρίζω τον κοιτάω και τον ρωτάω. Γιατί μουντζώνετε, κύριε; «Ξέρουν αυτοί», μου απαντά.
Ξαναβρεθήκαμε, άλλη μια φορά, εντός του κτιρίου, λίγο πριν μπούμε στο ευρώ, όταν πριν γίνω δημοσιογράφος… εργαζόμουν μαζί με τον Μπάμπη, έναν άλλο παιδικό φίλο μας, από το Μπουρνάζι, στο συνεργείο καθαρισμού. Ήταν απόγευμα, Μάιου θυμάμαι, το κτίριο είχε αδειάσει από τους υπαλλήλους, και εγώ με τον Μπάμπη καθαρίζαμε στον όροφο της διοίκησης. Καθαρίζαμε και παίζαμε ταυτόχρονα, πετώντας χαρτονομίσματα και κέρματα του ευρώ στον αέρα. Δεν ήταν τα κανονικά. Ήταν δείγματα, και τα είχαν σε κάτι προθήκες, για να τα βλέπει ο κόσμος. Κάποια στιγμή, ανοίγει η πόρτα του γραφείου Διοικητού και εμφανίζεται ο Λουκάκης. Το σόκ ήταν μεγάλο.
Οχι για εμάς αλλά για τον Λουκά, κυρίως όταν είδε τον Μπάμπη, να έχει κολημένο στο μέτωπό του, ένα χαρονόμισμα με μια τσίχλα, που είχε βρεί σε έναν κάδο. Μόλις τον βλέπουμε, φωνάξαμε και οι δύο ταυτόχρονα, ... «Λουκάκη...». Μετά το αρχικό σοκ ο Λουκάκης, συνήλθε, μας αναγνώρισε και πιάσαμε την κουβέντα.
Ενώ καθάριζε τα γυαλιά του με ένα μεταξένιο μαντηλάκι που έβγαλε απο την τσέπη του, μας είπε για το όραμά του να μπούμε στην Ευρωζώνη, να έχουμε ισχυρό νόμισμα, σταθερότητα, και άλλες τέτοιες λέξεις, που έλεγε και ο Σημίτης τότε.
Ο Μπάμπης είχε τόσο γοητευτεί, απο την διήγηση που ξέχασε να ξεκολήσει το χαρτονόμισμα, απο το κούτελό του. Το ενδιαφέρον είναι ότι όση ώρα μας μίλαγε ο Λουκάς, κοιτούσε το κολλημένο χαρτονόμισμα, στο κούτελο του αλλουνού, αλλά δεν έλεγε κουβέντα. Από ευγένεια; Από αδιαφορία; Ποιος ξέρει; Το θεώρησε τόσο φυσιολογικό. Κάποια στιγμή περπατήσαμε στον ατέλειωτο μακρύ διάδρομο, του ορόφου. Ο Λουκάκης, μιλώντας μας για την Ενωμένη Ευρώπη, εγώ σπρώχνοντας το καρότσι με τις σκούπες και τις σφουγγαρίστρες, και ο Μπάμπης με κολλημένο το χαρτονόμισμα, στο κούτελο. Κάποια στιγμή ο Λουκάκης, οδήγησε αυτός το καρότσι μου, κίνηση που πολύ μας συγκίνησε.
Τα χρόνια πέρασαν, ο χωρίστρας, μας έβαλε στο ευρώ, και από τότε απολαμβάνουμε την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα, που είχε οραματιστεί, ο Λουκάκης.
Οι ζωές μας, άλλαξαν, οι δρόμοι μας χωρίσανε, άλλος εδώ, άλλος εκεί. Την πορεία την δική μας την ξέρουμε, όπως και του Λουκάκη. Η μοίρα, όμως, τα έφερε έτσι ώστε να ξαναβρεθούμε. Αυτός να κρατά το τιμόνι της χώρας, όπως τότε, το καροτσάκι. Και όλοι μαζί σε έναν μακρύ, ατέλειωτο, διάδρομο, που από ότι φαίνεται σε λίγο θα πετάμε τα συλλεκτικά χαρτονομίσματα και κέρματα του ευρώ, ο ένας στον άλλο. Και αν βρούμε πρόχειρη τσίχλα, ίσως τα ξανακολλήσουμε κάπου.
Θύμιος Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.