Μες τις παινεμένες χώρες,
Χώρα παινεμένη...
θα 'ρθει κι η ώρα και θα πέσεις
κι από σέν' απάνου η Φήμη,
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει,
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
το στερνό το σάλπισμά της θα σαλπίσει,
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση.
Πάει το ψήλος σου, το χτίσμα σου συντρίμι.
Θα 'ρθει κι η ώρα...
Θα 'ρθει κι η ώρα...
Εσένα ήταν ο δρόμος,
σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,
σαν το δρόμο του ήλιου γέρνεις,
σαν το δρόμο του ήλιου γέρνεις,
όμως το πρωί για σε δε θα γυρίσει.
Και θα σβήσεις, καθώς σβήνουνε λιβάδια,
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές,
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές...
θα σε κλαιν' τα κλαψοπούλια στ' αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
από μάισσες φυτρωμένα με γητειές,
πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια
κι από τις δροσοσταλαματιές...
θα σε κλαιν' τα κλαψοπούλια στ' αχνά βράδια
και στα μνήματα οι κλωνόγυρτες ιτιές.
Και θα φύγεις κι απ' το σάπιο το κορμί,
ω Ψυχή παραδαρμένη απ' το κρίμα,
και δε θά 'βρει το κορμί μια σπιθαμή,
μες στη γη για να την κάμει μνήμα...
ω Ψυχή παραδαρμένη απ' το κρίμα,
και δε θά 'βρει το κορμί μια σπιθαμή,
μες στη γη για να την κάμει μνήμα...
Κι άθαφτο θα μείνει το ψοφίμι,
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά
κι ο καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη,
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά
κι ο καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη,
κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου θα βαστά.
Και χορό τριγύρω σου θα στήσουν,
με βιολιά και με ζουρνάδες...
γύφτοι, εβραίοι, αράπηδες, πασάδες
και τα γόνατά τους θα λυγίσουν οι τρανοί σου
και θα γίνουν, των ραγιάδων οι ραγιάδες...
με βιολιά και με ζουρνάδες...
γύφτοι, εβραίοι, αράπηδες, πασάδες
και τα γόνατά τους θα λυγίσουν οι τρανοί σου
και θα γίνουν, των ραγιάδων οι ραγιάδες...
Όσο να σε λυπηθεί της αγάπης ο Θεός
και να ξημερώσει μιαν αυγή
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
και να ξημερώσει μιαν αυγή
και να σε καλέσει ο λυτρωμός,
ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!
Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή,
θα γθυθείς της αμαρτίας το ντύμα
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα...
θα γθυθείς της αμαρτίας το ντύμα
και ξανά κυβερνημένη κι αλαφρή,
θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί,
σαν το κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα...
Και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά στου Κακού τη σκάλα,
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί!
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά στου Κακού τη σκάλα,
για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί!
Θα αιστανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!
Τα φτερά...
τα φτερά, τα πρωτινά σου τα μεγάλα!
Κωστής Παλαμάς - (Πάτρα, 13/01/1859 - Αθήνα, 27/02/1943)
«Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», 1907
«Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου», 1907
Η κορυφαία έκφραση της "λυρικής σκέψης".
Στο πνευματικό του ταξίδι, ο Γύφτος είναι ο νεοέλληνας που προσπαθεί να βρει την εθνική του ταυτότητα, το σύμβολο της ελεύθερης ψυχής. Είναι η ψυχή που δεν υποτάσσεται, που γκρεμίζει ότι σάπιο βρει μπροστά της για να δημιουργήσει και να ξαναχτίσει τον κόσμο όλο, σε στέρεες βάσεις. Θα απαρνηθεί τη δουλειά, την αγάπη, τη θρησκεία, τους αρχαίους, τους βυζαντινούς και όλες τις πατρίδες αλλά και θα τα αναστήσει όλα και πάλι, θα γίνει οδηγητής, θα υμνήσει τον ελεύθερο λαό του και θα τραγουδήσει τον αδάκρυτο ήρωα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.