9 Απρ 2011

Η άσεμνη γκαρνταρόμπα των δεσποτάδων



Το ακατάλληλο ντύσιμο των υποκριτών
Φόρα έναν απλό χιτώνα για να βοηθήσεις τους καλύτερούς σου, 
αντί να γυρνάς με γελοίο διάδημα.
Σε λίγο θα βγάλεις λοφίο και τιάρα σαν τα κοκκόρια
Διογένης, προς Μ.Αλέξανδρο. (Δίων Χρυσόστομος: “Διάλογος Αλέξανδρου και Διογένη”- 66)


Κύριε Ροΐδη,
Ο Χριστός ήταν σαφής και με το προσωπικό του παράδειγμα και με την υποθήκη του “Μη κτήσασθε χρυσόν, μηδέ άργυρον, μηδέ χαλκόν εις τας ζώνας υμών….μη εν χρυσώ, ή μαργαρίταις ή ιματισμώ πολυτελεί”, που ο κλήρος τα πέταξε στο σκουπιδοτενεκέ. Οι σπουδαίοι άνθρωποι αντλούν το μεγαλείο τους από τα ηθικά και πνευματικά τους χαρίσματα. Οι τιποτένιοι, εκπρόσωποι εξουσιαστικών μηχανισμών, διαθέτουν ενδυμασίες και στολές που αντανακλούν την διάθεση  επιβολής ή εντυπωσιασμού των άλλων. Ο κολοφώνας της ενδυματολογικής ματαιοδοξίας είναι η πολυτελής αμφίεση του κλήρου. Η Εκκλησία αναποδογυρίζει την Ηθική και θεωρεί το γυμνό σώμα που κατασκεύασε ο θεός της αμαρτωλό. Ο Ιωσήφ Βρυέννιος αποδίδει τα δεινά της αυτοκρατορίας στο ότι “γυμνοί ως εγεννήθησαν ου μόνον άντρες, αλλά και το των γυναικών φύλον καθεύδειν ουκ επαισχύνονται” και ο Μ. Βασίλειος παινεύει την Καισάρισα Ειρήνη που κουκούλωνε ακόμη κι αυτά τα σημεία του σώματός της που “φύσις και συνήθεια γυμνά παραδίδωσιν“. Το να καλύπτεις όλο το σώμα σου όμως δεν αποτελεί αρετή αλλά φερετζέ της διατροφής. Για παράδειγμα «Δεσπότης έντυνε καλόγριες καλογερόπαιδα και τα προσφωνούσε με γυναικεία ονόματα….
μου έλεγε θα σε ντύσω μοναχή, θα σε λέμε Αλεξάνδρα, θα εδρεύεις σε μοναστήρι καλογραιών», (Βλ.Β.Καββαθά «Who is who. Ποιος είναι ποια. Άνδρες ντυμένοι γυναίκες»-εκδ.Ελληνικά γράμματα).
Σήμερα  οι «δούλοι του Θεού» σνομπάρουν το αφεντικό τους (Εικ.1 Oρθόδοξος επίσκοπος-Bob Moody-1975, Lynn Museum). Η παράδοσή τους δεν αρχίζει από τον Χριστό ή τους Απόστολους αλλά από το Βυζάντιο. (Tα φαρδομάνικα όμως είναι οθωμανική μόδα και επισκοπική μίτρα δεν υπήρχε στο Βυζάντιο). Λένε ότι ντύνονται έτσι “προς Δόξαν Θεού”, υποκρινόμενοι πως ο θεός τους (ο Μαμωνάς, ο Βάαλ ή ο Μολώχ;) έχει την ανάγκη από τις αμφιέσεις τους για να δοξαστεί. O λιτός φιλοσοφικός τρίβωνας, δεν ταιριάζει στα ανθρωπάκια, που αντλούν κύρος από τις φορεσιές τους. Ο πρωτοπρεσβύτερος κ.Σαράντης Σαράντος ομολογεί: “Το φαρδύ ράσο….καλύπτει όλες τις ψυχοσωματικές μας ατέλειες…μολονότι αναξιότατος, εισέπραξα…αφάνταστη τιμή…με ενδιάμεση περιβολή το ιερό ράσο” (“Παρακαταθήκη”, τ.20). Το αρχιερατείο εξωθήθηκε σε ενδυματολογικές υπερβολές αφού η απουσία πνευματικότητας έπρεπε να καλυφθεί με φτιασίδια. Εδώ ταιριάζει η σάτιρα του Επίχαρμου: “Στους γύρω σου βγες με ρούχα λαμπρά, σε πολλούς θα φανείς σοφός, ακόμη κι αν τίποτα δεν ξέρεις“. Το λευκό επανωκαλύμμαυκο του μητροπολίτη Νόβογκορόντ, υπήρξε το όχημα πάνω στο οποίο διεκδικήθηκε το 1500 από την πόλη του το δικαίωμα της τρίτης Ρώμης, αφού η τοπική παράδοση το ήθελε ως Κωνσταντίνεια δωρεά στον πάπα Σύλβεστρο που από τις εκπεσούσες Ρώμη και Κωνσταντινούπολη έφτασε  εκεί. Τελευταίος πατριάρχης που απεικονίζεται με το γελοίο πλατύγυρο σκιάδιο ήταν ο Ιερεμίας Β΄ο Τρανός (εικ. 2). Σε άρθρο του στην «Αθηνά» του 1831, ανώνυμος λόγιος μητροπολίτης, εξηγεί πως του το αφήρεσε ο ίδιος ο Σουλτάνος, όταν ετοιμαζόμενος να εκστρατεύσει κατά της Ουγγαρίας, δέχθηκε στο στρατόπεδό του την επίσκεψη του πατριάρχη. Η πολυάνθρωπη πατριαρχική συνοδεία θορύβησε το στρατό, πράγμα που εξόργισε τον Σουλτάνο. Άλλοι πάλι θεωρούν πως η σκιαδοφορία σταμάτησε περί τα 70 χρόνια μετά (1669).
Ο αρχιμανδρίτης Χριστόφορος Καλύβας αποκαλύπτει: “Οι τοιούτοι που παρ’ελπίδα έγιναν Επίσκοποι, φροντίζουν διά την τακτοποίησην της γενειάδος, το στίλβωμα των υποδημάτων, την ποιότητα του ράσου, την φαντασίαν των αμφίων, την ποικιλίαν των σταυρών και των εγκολπίων, το μέγεθος και το πάχος του δεσποτικού μπαστουνιού, την αλλαγήν  της φωνής κατά την λειτουργίαν και τον εσμόν των κολάκων“. Ο αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Φάρος θεωρεί εκκοσμίκευση την μίτρα “την οποία φοράει καμαρώνοντας ως γύφτικο σκερπάνι ο επίσκοπος” και διερωτάται “πως μπορεί να εμφανίζεται ως άγιος ο επίσκοπος που περιβάλλεται άμφια εκατομμυρίων…” (“Η Εκκλησία ως σκάνδαλο…”). Μάλιστα, πολλά από τα αρχιερατικά αξεσουάρ, συχνά «εξαφανίζονται όταν οι ιεράρχες εκδημήσουν στους ουρανούς» (Θ.Τσάτσης, Ελευθεροτυπία-22-5-΄04), σε συγγενολόγια και φίλους.
Το Λευϊτικό απαγορεύει να φορά ο ιερέας ρούχα που έχουν φτιαχτεί από δυο είδη κλωστών (19,19). Η αποστολική Εκκλησία δεν διέθετε άμφια. Η βυζαντινή μέχρι τον 11ο αιώνα χρησιμοποιούσε λευκά άμφια χωρίς στολίδια. O πατριάρχης Κοσμάς Β΄ που ανέβηκε στον οικουμενικό θρόνο το 1146, περιγράφεται από τον Χωνιάτη ως εξαιρετικά πονόψυχος που έφτασε στο σημείο να βγάλει μια μέρα την στολή του και να την χαρίσει στους φτωχούς. Ανάγκασε μάλιστα και το περιβάλλον του να μοιράζει τα πλούτη του στους άπορους. Δεν κρατήθηκε περισσότερο από χρόνο στην θέση του. Καθαιρέθηκε ως φίλος των Βογόμιλων. Το οικουμενικό πατριαρχείο ντρέπεται να μιλήσει για την καλοσύνη του που χαλά την πιάτσα.
Αυτή έπρεπε να είναι η παράδοση. Μόλις από τον Δ΄ αιώνα μπορεί να γίνεται λόγος για λειτουργική περιβολή χωρίς όμως μίτρες και χρυσά εξαρτήματα. Η εξέλιξη προς το πολυτελέστερο των αμφίων, ακολούθησε την πτώση της Εκκλησίας από τις κατακόμβες στην Εξουσία. Ο Παύλος (Κορινθ. 12.4) ορίζει πως κάθε άντρας που προσεύχεται με σκεπασμένο κεφάλι το ντροπιάζει. Η μίτρα νομιμοποιείται πλαγίως ως σύμβολο της αρχιεροσύνης, αφού αδίστακτοι αγιογράφοι συκοφαντούν τον Χριστό ως μιτροφόρο. Η μίτρα είναι ιστορικά φορτισμένη με απεχθείς μνήμες αφού στην ασσυριακή της  εκδοχή αποτελούσε εξάρτημα των τρομερών ιερέων του Βάαλ που έριχναν βορά τα μωρά των Καρχηδονίων στο πύρινο στόμα του θεϊκού αγάλματος. Έτσι η αρχαία «Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία» (Μονοφυσιτική που η δικαιοδοσία της φτάνει και στην Ινδία), που ποτέ της δεν υπήρξε κρατική, έχει μόνο κουκουλοφόρους επισκόπους. Ο παπα-Φάρος επισημαίνει πως δεν υπάρχει καμία βυζαντινή εικόνα μιτροφόρου αρχιερέα και πως ακόμη και το 1620 καθαιρέθηκε ο αρχιεπίσκοπος Σινά επειδή φόρεσε μίτρα. Ο ίδιος στηλιτεύει τις “μπαρόκ και ροκοκό ταπετσαρίες καναπέδων και τα χρυσοκέντητα βελούδινα τραπεζομάντηλα που κοστίζουν πολλά εκατομμύρια και με τα οποία ως άλλοι βάρβαροι δυνάστες της Άπω Ανατολής, περιβάλλονται οι κληρικοί…ασελγώντας αναίσχυντα κατά της…πτωχείας του Χριστού” και σημειώνει πως η μίτρα είναι σύμβολο “εξουσίας και μάλιστα απολυταρχικής” και “σκανδαλώδης πολυτέλεια” αφού το κόστος της μπορεί να φτάσει “σε εξωφρενικά ποσά“. Πρώτος κανονικός ορθόδοξος αρχιερέας που φόρεσε μίτρα ήταν ο Αλεξανδρείας Θεόφιλος ο B΄ (11ος αι. αναφέρεται συνήθως ως Φιλόθεος ή Γεώργιος), που πήρε το προνόμιο αυτό από τον εκτυφλωτή αυτοκράτορα Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο. Έχοντας εγκαταλείψει το χειμαζόμενο ποίμνιό του που υφίστατο διωγμό από τον χαλίφη Αλ Χακίμ, κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη και διευθέτησε την διαφορά μεταξύ αυτοκράτορα και πατριάρχη Σέργιου Β΄, πείθοντάς τον πρώτο να μην λυπηθεί τους φτωχούς και να μην επιβάλει την φορολόγηση των πλουσίων (το «αλληλέγγυο»). Ο αυτοκράτορας που η συμβουλή τον βόλεψε, τον αντάμειψε με μίτρα, διπλό επιτραχήλιο και τον βλάσφημο τίτλο του «Μεγάλου Κριτού» της Οικουμένης, που φέρεται μέχρι σήμερα.  Το 1621 ο Αλεξανδρείας Κύριλλος Λούκαρις, μεταπήδησε από τη νύμφη του την ξεπεσμένη Αλεξάνδρεια στην πολύφερνη Ισταμπούλ και κουβάλησε μαζί του και τη μίτρα, καθιερώνοντας την νέα μόδα, που γενικεύτηκε αφού οι επίσκοποι θεωρούσαν τους εαυτούς τους διαδόχους των Βυζαντινών ηγεμόνων. Στη Ρωσία μιτροφόρεσαν ακόμη και οι αρχιμανδρίτες.
Ο διορισμένος από τη Μ.Αικατερίνη αρχιεπίσκοπος Χερσώνος Ευγένιος Βούλγαρις, στην διαθήκη του γράφει πως “δυο πολύτιμα λιθοκόλλητα ιερά εγκόλπια” και ένας εγκόλπιος σταυρός “εκ σμαραγδίων λιθαρίων κεκοσμημένος” του δώρισε “η αοίδιμος αυτοκρατόρισσα Αικατερίνη Β΄” και “ο ευσεβέστατος αυτής απόγονος αυτοκράτωρ Αλέξανδρος ο Α΄” και ο “πανέκλαμπρος αυθέντης Μολδοβλαχίας“. Παραδέχεται πως τα χρυσαφικά του αποτελούν “δείγματα της εμής αφροσύνης και ματαιότητος” (Ν.Ζαχαρόπουλου “Η παιδεία στην Τουρκοκρατία”), από τα οποία όμως δεν μπόρεσε να απαλλαγεί ούτε την ώρα που συνέτασσε την διαθήκη, αφού εντέλλεται να μοιραστούν στους φτωχούς μετά τον θάνατό του. Όσο ζούσε όμως επιβεβαίωνε τον Βάρναλη: “Μες τα χρυσάφια καμαρώνω/και σε θυμιάματα καπνών./Είμαι η Θρησκεία που φανερώνω/τη θέληση των ουρανώ…”.
Σε έρευνα του Γ. Αυγερόπουλου, που δημοσίευσε η “Κ.Ελευθεροτυπία” με τον υπότιτλο: “Και haute couture και pret-a-porter διαθέτει η εκκλησιαστική μόδα για τον προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος” δίνονται ενδιαφέροντα στοιχεία. Μια μίτρα φασόν κοστίζει γύρω στις 350.000, ενώ η χειροποίητη φτάνει τα 2,5 εκατομμύρια δρχ, η δε χρυσοποίκιλτη με πολύτιμους λίθους, πάνω από 12.000.000. Υπάρχουν όμως και μίτρες αξίας 50.000.000 όπως διαβάζουμε σε μεταγενέστερο ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας («Ε»-16-7-2000) με τον τίτλο “Η αγία γκαρνταρόμπα“. Μια ράβδος μπορεί να ξεπεράσει το 1.000.000. Ένας επιστήθιος σταυρός, αρχίζει από 70.000 και φτάνει “μέχρι εκεί που φτάνει η ανθρώπινη υπερβολή“, ενώ  “Ένας καλός σταυρός αντάξιος ενός αρχιεπισκόπου, κοστίζει γύρω στις 700.000“. Όπως σημειώνει ο δημοσιογράφος, υπολογίζεται ότι με την εκλογή του ο Χριστόδουλος μάζεψε πάνω από δέκα σταυρούς. Όσο για τα εγκόλπια, από τα οποία ένας αρχιερέας μπορεί να φέρει δυο εκατέρωθεν του σταυρού, μια “λογική τιμή“, είναι 600.000 το ζευγάρι. Ένας μανδύας κάνει 150.000-250.000 δρχ. Και από εκεί και πέρα έχομε μικρό και μεγάλο ωμοφόριο, πετραχείλι, επιγονάτιο, επιμάνικα, σάκκο, ζώνη, στοιχάριο, αξεσουάρ εντελώς απαραίτητα γι’αυτούς που κηρύττουν τη ματαιότητα των εγκοσμίων, την ταπεινοφροσύνη και την ελεημοσύνη: “Μη μεριμνάτε τω σώματι υμών τι ενδύσησθε“.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.