8 Μαρ 2010
Μια αγαπημενη οικογενεια.....
H ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ είναι μια πολύ αγαπημένη οικογένεια.
Είναι ο αγαπημένος μου μπαμπάς, η αγαπημένη μου μαμά, ο αγαπημένος μου
αδερφός και στον κάτω όροφο η αγαπημένη μου γιαγιά και ο αγαπημένος μου παππούς.
Τον αγαπημένο μου μπαμπά, δεν τον βλέπω ποτέ, γιατί φεύγει το πρωί για
τη δουλειά και γυρίζει τα μεσάνυχτα.
Δηλαδή, κανονικά γυρίζει στις 7:00μ.μ., αλλά κάνει και πέντε ώρες γύρω γύρω
το τετράγωνο μέχρι να βρει να παρκάρει.
Και όταν έρχεται, δεν είναι και πολύ χαρούμενος και καθόλου δε μοιάζει με
τους μπαμπάδες των διαφημίσεων, που μπαίνουν μέσα με δωράκια και σοκολάτες και τα παιδιά πηδάνε στην αγκαλιά του και αυτός γελάει και τα στριφογυρίζει ψηλά. Εμάς λεει: «¶ι σιχτίρι, το κωλοκράτος μου μέσα», και βροντάει τα κλειδιά στο συρτάρι.
Την αγαπημένη μου μαμά δεν τη βλέπω επίσης, γιατί κι αυτή δουλεύει, αλλά έρχεται σπίτι με το λεωφορείο.
Και μετά πλένει, σιδερώνει, σφουγγαρίζει, μαγειρεύει και βρίζει τον μπαμπά
που δεν πήρε τυρί τριμμένο από το σούπερ μάρκετ.
Και δε μοιάζει καθόλου με τις μαμάδες των διαφημίσεων, γιατί δε μαγειρεύει
βαμμένη ούτε με ψηλοτάκουνα.
Κι όταν λερώσουμε το μπλουζάκι με σοκολάτες, δε γελάει χαρούμενη που έχει το σωστό απορρυπαντικό, αλλά μας λεει: «Ε, βέβαια. ¶μα έχετε τη δουλάρα. ¶ντε βγάλ/ το, τελείωνε, ΤΕΛΕΙΩΝΕ, λέμε, την τύχη μου, που στραβώθηκα και τον παντρεύτηκα».
Τον αγαπημένο μου αδερφό δεν τον βλέπω ποτέ, γιατί λείπουμε και οι δυο στο
σχολείο και μετά εκείνος πηγαίνει φροντιστήριο και μετά κλείνεται στο δωμάτιό του και μετά ανοίγει το κομπιούτερ του και μετά ψάχνει γυμνές κυρίες και μετά τις βρίσκει και μετά χαίρεται.
Ο μπαμπάς μου, η μαμά μου, ο αδερφός μου κι εγώ είμαστε μια πολύ αγαπημένη
οικογένεια και κάθε Κυριακή μεσημέρι κάνουμε ένα πολύ αγαπημένο οικογενειακό τραπέζι κι εκεί έχουμε όλο το χρόνο να τσακωθούμε μεταξύ μας.
Ο μπαμπάς μαλώνει τον αδερφό μου, που δε διαβάζει αρκετά, και μετά μαλώνει
εμένα, που δεν τρωω τα παντζάρια.
Και μετά η μαμά μαλώνει τον μπαμπά μου, γιατί μας μαλώνει, γιατί είναι «αντιπαιδαγωγικό», λεει. Και μετά η μαμά μου μαλώνει τον αδερφό μου, που πετάει τα μποξεράκια του στη μοκέτα κι έχει και τη μέση της, και μετά μαλώνει εμένα, που θέλω να μου πάρουνε κινητό. Και μου λεει: «Έκανε κι η μύγα κώλο και ζητάει κινητό». Κι εγώ της λεω: «Η Ευαγγελία γιατί έχει κινητό που είναι και 27 μέρες μικρότερη;».
Και η μαμά μου, μου λεει: «Δε με νοιάζει τι κάνει η Ευαγγελία, εμένα με νοιάζει τι κάνει το δικό μου το παιδί».
Και φωνάζει και ο μπαμπάς της λεει: «Τώρα που ουρλιάζεις εσύ δεν είναι
αντιπαιδαγωγικό;»
Και η μαμά του λεει: «Δεν ουρλιάζω, συζήτηση κάνουμε».
Και ο μπαμπάς μου της λεει: «Ναι, έχεις δίκιο. Μπορεί στο ισόγειο να μη σε άκουσαν».
Και η μαμά του λεει: «Έχε χάρη που είναι τα παιδιά, αλλιώς θα σου ΅λεγα τώρα». Και δεν του λεει.
ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΝΕΝΑΣ δε μιλάει για πολλή ώρα. Κι ακούγονται μόνο τα πιρούνια, τα μαχαίρια και ο αδερφός μου, που κάνει «κλάπα κλούπα» με τη γλώσσα του.
Και η μαμά του λεει: «Δεν μπορείς να φας σαν άνθρωπος;».
Kαι ο αδερφός μου της λεει: «Σαν άνθρωπος τρωω».
Και η μαμά μου του λεει: «Θα σε καλέσουν σε κάνα σπίτι, ρεζίλι θα γίνουμε».
Και ο μπαμπάς μου της λεει: «Μπορείς να σταματήσεις μια στιγμή, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α, αυτό το ?μπουρ μπουρ μπουρ? μες στ/ αφτί μου. Έλεος, δηλαδή, ΕΛΕΟΣ, Ε-Λ-Ε-Ο-Σ!».
Και η μαμά μου λεει: «Δε φτάνει που έχω γίνει χίλια κομμάτια να σας υπηρετώ
όλους εδώ μέσα, μια καλή κουβέντα να ακούσω, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α».
Και ο μπαμπάς μου της λεει: «Έριξες πολύ αλάτι, λύσσα το /κανες».
Και η μαμά τού λεει: «Ορίστε, εκεί που μας χρωστάγανε, μας πήραν και το βόδι».
Κι εγώ ρωτάω: «Πότε είχαμε βόδι και μας το πήρανε;». Και ο αδερφός μου, μου λεει: «Είσαι μαλακισμένο».
Κι εγώ βάζω τα κλάματα και λεω: «Με λεει μαλακισμένο». Και ο μπαμπάς μου του λεει: «Μη λες την αδερφή σου μαλακισμένο».
Και ο αδερφός μου λεει: «Αφού είναι».
Και η μαμά μου λεει: «Και δε θέλω να ακούω τέτοιες λέξεις εδώ μέσα».
Κι ο αδερφός μου της λεει: «Όταν τις λεει ο μπαμπάς, είναι καλά;».
Και η μαμά μου λεει στον μπαμπά μου: «Ορίστε, είδες το παράδειγμα που δίνεις στα ίδια σου τα παιδιά».
Και ο μπαμπάς μου λεει: «Μια μπουκιά δεν μπορούμε να φαρμακώσουμε σ/ αυτό το σπίτι, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α»
Και η μαμά μου του λεει: «Τι μπουκιά, εσύ δεν είπες είναι λύσσα; Κι άμα δεν σ/ αρέσει, να πας να σου μαγειρεύει η Βιβή».
Κι εγώ λεω: «Ποια είναι η Βιβή».
Και η μαμά λεει: «Ποια είναι η Βιβή, Μανόλη; Πες στο παιδί σου, στο σπλάχνο σου, στην κόρη σου ποια είναι η Βιβή, Μανόλη»
Και ο πατέρας μου λεει:«Η κυρία Βιβή είναι μια εξαίρετη συνάδελφος και η
μάνα σας είναι μια τρελή γυναίκα».
Και η μαμά λεει: «Γι/ αυτό γυρίζουμε μεσάνυχτα, Μανόλη; Επειδή η Βιβή είναι
μια εξαίρετη συνάδελφος, Μανόλη;».
Και ο μπαμπάς λεει: «Γυρίζουμε μεσάνυχτα, διότι τα μεσάνυχτα βρίσκουμε να
παρκάρουμε. ¶ντε να δούμε πού θα φτάσει ο πληθωρισμός πια».
Και η μαμά μου του λεει: «Έχε χάρη που είναι τα παιδιά, αλλιώς θα σου /λεγα εγώ».
Και ο μπαμπάς της λεει: «Τι θα μου /λεγες εσύ;».
Και η μαμά του λεει: «Το δισάκι μου στον ώμο, για το δρόμο, για το δρόμο, αυτό θα σου /λεγα εγώ».
Κι εγώ λεω: «Έγιν/ η βροχή χαλάζι, δε με νοιάζει, δε με νοιάζειειειειει».
Και ο μπαμπάς και η μαμά μου λένε: «ΣΤΑΜΑΤΑ!». Και σταματάω.
ΚΑΙ ΠΕΦΤΕΙ ΠΑΛΙ μια σιωπή, «ντράγκα ντούγκα» τα πιρούνια. Και ο αδερφός μου λεει: «Έφαγα, πάω μέσα».
Και ο μπαμπάς μου του λεει: «Δεν έχει να πας πουθενά. Τώρα τρωμε όλοι μαζί σαν οικογένεια».
Και η μαμά μου του λεει: «Έχει δίκιο ο πατέρας σου, να κάτσεις εκεί που κάθεσαι».
Και καθόμαστε όλοι εκεί που καθόμαστε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.