3 Μαρ 2013

ΠΑΛΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ


«...για όσους αγαπούν, αλλά κι όσους πικραίνονται... χωρίς να κρύβομαι πίσω από δάφνες του χτες»
«…για όσους αγαπούν, αλλά κι όσους πικραίνονται… χωρίς να κρύβομαι πίσω από δάφνες του χτες»
Ίσως κάποιοι να μην το πήραν χαμπάρι. Όμως ο Γιώργος Νταλάρας τους δυο τελευταίους μήνες έβγαλε καινούργιο δίσκο. 
Αλήθεια. 
Ο τίτλος του, μάλιστα, έχει και εσάνς αντιμνημονιακή: Τι θα πει έτσι είναι. Χωρίς σημείο στίξης. Με ερωτηματικό, θα μπορούσε να ζητάει το λόγο, διεκδικητικά. Με τελεία, να εξηγεί διδακτικά. Χωρίς τίποτα και άρα ανάμεσα στα δύο, έτσι που το διαβάζεις στο εξώφυλλο του δίσκου, καταλήγει κλασικός νταλαρισμός. 
Όπου νταλαρισμός, θυμίζω, η τέχνη του να ισορροπείς στο...
ήξεις αφήξεις, όπως ακριβώς το εξέλιξε ο τραγουδιστής τις τελευταίες δεκαετίες: από στήσιμο μέχρι επιλογή υλικού, από συνέντευξη μέχρι ντύσιμο και μαλλί, από ενορχήστρωση μέχρι τραγούδι, από πολιτική μέχρι ερμηνεία. 
Τι θα πει έτσι είναι… Όποιος θέλει απάντηση, ξέρει ότι απ΄τον Νταλάρα δεν θα τη βρει. Ιστορικά, πολιτισμικά και ιδεολογικά, άλλη είναι η εξειδίκευσή του, όπως αφοπλιστικά επαναλαμβάνει κι ένα από τα καινούρια του τραγούδια: «Εγώ δεν έχω εαυτό, δεν έχω εγώ σου λέω/ εγώ δεν έχω εαυτό δεν ζω από μόνος μου ζωή/ εγώ ήμουν εσύ, εγώ ήμουν εσύ».
Από μια άποψη λοιπόν, το δίσκο αυτό τον βλέπει κανείς ως κίνηση αναμενόμενη. Ο Νταλάρας για δεκαετίες προσπαθεί να πιάσει αυτό που θεωρεί το κλίμα της εποχής, μαζί και το φύσηγμα του ανέμου της. Στρατηγική που κάποτε είχε καταστήσει το «συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας» το πιο γνωστό σύντομο ανέκδοτο. Το σκληρό χειμώνα του 20112-13 ο Νταλάρας φωτογραφίζεται έτσι, αναμενόμενα, με ελαφρά αντιστασιακό φουλάρι στο εξώφυλλο, ενώ ο τίτλος ακριβώς δίπλα, αυτό το «Τι θα πει έτσι είναι», είναι γραμμένος σαν σύνθημα σε τοίχο. Το έτσι με γράμματα κόκκινα. Και ο Γιώργος Νταλάρας σε μια ακόμα άσκηση συμμετοχής.
Από την άλλη όμως, η κίνηση έχει και μια πλευρά, όσο και να το κάνεις, αναπάντεχη. Εδώ ο κόσμος χάνεται, και ο Νταλάρας ξαναβγάζει δίσκο – και μάλιστα φασόν (περί αυτού, παρακάτω). Καλά, δεν κατάλαβε τίποτα ο εθνικός τραγουδιστής από τα γιουχαΐσματα των προεκλογικών του συναυλιών πέρσι το Μάιο; Ίσως, πάλι, κάτι να κατάλαβε… Κι αυτό είναι που κάνει τη δουλειά αυτή να αποκτά και μια άλλη πλευρά, που την καταλαβαίνεις όσο περισσότερο την ακούς, κι είναι μια πλευρά που –ξαφνικά συνειδητοποιείς– εκφράζει κάτι πολύ γενικότερο: διότι εκτός από κίνηση αναμενόμενη και αναμενόμενα καιροσκοπική, κίνηση αναπάντεχη και κίνηση εκνευριστική, ο δίσκος αυτός είναι επίσης, σε όλα του τα επίπεδα, και μια κίνηση απόγνωσης. Πρώτη φορά τόσο πολύ, πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα.
Μπορεί κανείς να το καταλάβει καλύτερα παρακολουθώντας τις εξηγήσεις του ίδιου του καλλιτέχνη, στη συνέντευξη Τύπου που υπάρχει στο youtube:
«Εμείς θα συνεχίσουμε να κάνουμε δίσκους… δεν ξέρουμε να κάνουμε και τίποτα άλλο. Αυτή είναι η δουλειά μας… Επειδή η ζωή συνεχίζεται… θα ήταν περίεργο να στερήσουμε… από τον κόσμο αυτό που θέλει να ακούει, και πιστεύει ότι τον βοηθάει, του δίνει παρηγοριά και ελπίδα μέσα σε αυτές τις σκληρές μέρες που ζούμε εδώ και τρία χρόνια». Και λίγο μετά: «Ελπίζω, σε όσους αρέσει αυτός ο δίσκος, να του δώσετε το κατάλληλο σπρώξιμο. Αν βλέπετε παράνομες πωλήσεις στους δρόμους ή και αλλού [σ.σ. εννοεί filesharing στο διαδίκτυο], ξανασκεφτείτε το. Μην ξεχνάτε ότι εγώ ο ίδιος μπορεί να μην έχω τόσο μεγάλη ανάγκη όσο άλλοι –αν και τώρα τα πράγματα είναι μια αλυσίδα που παρασέρνει όλους σε αυτήν την παράξενη καθημερινότητα–, αλλά να ξέρετε ότι οι άνθρωποι που αγαπάτε και σέβεστε, οι μουσικοί, οι οργανοπαίχτες, οι ποιητές, οι στιχουργοί, δεν έχουν πια δικαίωμα να εισπράττουν απ’ τη δουλειά τους, γιατί δεν τους βοηθάτε όσο θα ’πρεπε. Αν θέλετε, ξανασκεφτείτε το».
Εδώ δεν μιλάει απλά ένας μουσικός που συνειδητοποιεί ότι ξαφνικά λεπτύνανε οι αγελάδες ακόμα και για τον ίδιο. Μιλάει, και τα χάνει, κάποιος που φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι όλα όσα ο ίδιος πολύ εκπροσώπησε, έχουν αρχίσει να καταρρέουν. Πώς τραγουδιέται το τέλος εποχής;
Τα δέκα τραγούδια που έγραψε ο Νίκος Αντύπας, σε στίχους των Μάνου Ελευθερίου, Μιχάλη Γκανά, Άρη Δαβαράκη, Γεράσιμου Ευαγγελάτου και του πάντα βολικού Νίκου Μωραΐτη, κάνουν, αν καταλαβαίνω καλά, την προσπάθεια να κλείσουν το μάτι στον Νταλάρα-ως-ιστορία. Αίφνης ένα τραγούδι παραπέμπει μελωδικά στο Σαν παλιό σινεμά [ρεφραίν: «ορκίζομαι στο πλάι σου ν’ αντέξω, μέχρι να διαλυθούν τα παλιά φαντάσματα» – Στον κόσμο σου, στίχοι Γ.Ευαγγελάτου]. Ένα άλλο θυμίζει τον Νταλάρα του Μη μιλάς μη γελάς κινδυνεύει η Ελλάς, ένα άλλο αυτόν του Στην Ελλάδα κάνει κρύο, ένα τρίτο τον Νταλάρα των Latin, ένα τέταρτο είναι σαν σίκουελ του Διδυμότειχο μπλουζ(«φίλους δεν είχα να σκεφτώ/ ξεμπέρδεψα με το στρατό/ και πήρα δρόμο/ έβγαλα εισιτήριο, μακρύ ταξίδι ξεκινά» – στ. Ν. Μωραΐτη).  Κι ένα πέμπτο, ίσως το πιο συμπαθές, με τίτλο Γυναίκα αριστερόχειρη και στίχους του Μιχάλη Γκανά, φέρνει στο νου τη Γυναίκα, το μελοποιημένο ποίημα του Καββαδία που είχε γίνει γνωστό στην εκτέλεση του Νταλάρα από τον Σείριο.
Δεν λέω και τίποτα καινούργιο εδώ. Ο Νταλάρας έχει πει τόσα πολλά, έχει τόσο συνδεθεί με τόσες πολλές μικροτάσεις της ελληνικής εθνικής δισκογραφίας τα τελευταία σαράντα χρόνια, και τόσο πολύ εξέφρασε την πιο ευανάγνωστη, την πιο στρογγυλεμένη, την πιο αποδεκτή της εκδοχή, που είναι μάλλον αδύνατο κανείς να του γράψει κάτι εντελώς καινούργιο σήμερα. Ό,τι και να του κάνουν, κάπου σ’ έναν παλιό Νταλάρα θα καταλήγουν να παραπέμπουν. Στο τραγούδι μάλιστα με τους στίχους του Μάνου Ελευθερίου, με τίτλο Ξέχνα τις αναμνήσεις, όλη αυτή η αυτοαναφορική διαδικασία φαίνεται ότι παίρνει και το αυτοσυνείδητο σχόλιό της: «πουλάς μελαγχολία, πουλάς αισθήματα/ πουλάς τις αναμνήσεις, πουλάς και βάσανα/ Ξέχνα τις αναμνήσεις, και τα λευκώματα…».
Τώρα όλο αυτό, που η δισκογραφική εταιρεία σε άψογο εμπορικό παρλάν προωθεί ως «δίσκο αναφοράς», και «μια μεγάλη συνάντηση», θα μπορούσε να είναι απλώς ένα άλμπουμ που δεν κόλλησε, ένας απλά κακός δίσκος. Η μικρή διακίνησή του, μεταξύ άλλων και στα «παράνομα κανάλια» του ίντερνετ, δείχνει ότι ο κόσμος κάπως έτσι τον κατέταξε. Είναι όμως κάτι περισσότερο.
Πάρτε για παράδειγμα το «κοινωνικό» τραγούδι του άλμπουμ, που έχει τίτλο Το τσάμικο τσακίστηκε. Οι αριστοτεχνικοί στίχοι του Μιχάλη Γκανά φέρνουν στο νου τον Νταλάρα της σοσιαλιστικής περιόδου, του Φώντα Λάδη, του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Μάνου Λοΐζου (Πάγωσε η τσιμινιέρακτλ.) – μαζί και τον Νταλάρα που τραγούδαγε τη Σκόνη των Τερμιτών. Λέει το καινούργιο τραγούδι των Γκανά/Αντύπα: «Γραμμή τα μεροκάματα/ Και μια φορά το μήνα/ Σάββατο βράδυ πήγαινες/ Ν’ ακούσεις τα κλαρίνα… Πώς χώρεσε τόση ζωή/ Σε άβολα δυάρια/ Κι εσύ μετράς την άπλα της/ σε δόσεις και γραμμάρια». Και οι στίχοι μεν μπορεί να κάνουν κοινωνικό σχόλιο. Ακούγοντας όμως αυτό το πολύ γρήγορο, πολύ δημοσιοϋπαλληλικά τραγουδισμένο, πολύ συντηρητικά ηχογραφημένο κομμάτι, το μυαλό σου μόνο σε βαθύ κοινωνικό σχόλιο δεν πάει. Αυτό που σκέφτεσαι αντίθετα, ειδικά εκεί που ο στίχος γυρίζει και λέει «λειψά τα μεροκάματα/ και βράδυ παρά βράδυ», είναι πώς τώρα με την κρίση, πέσανε και τα νυχτοκάματα των αστεριών της νύχτας. Και πώς μαζεύεται πια η νύχτα στο «βράδυ παρά βράδυ», και αν…
Γιατί το πιο ενδιαφέρον σ’ αυτόν το δίσκο, αυτό που με κάνει να ασχολούμαι τόσο πολύ μαζί του, είναι ότι δείχνει εντυπωσιακά καλά το πόσο πολύ κουρασμένος, εξαντλημένος έχει γίνει πια αυτός ο παλιός κύκλος της κλασικής (έντεχνης ελληνικής) δισκογραφίας: εξώφυλλο με φωτογραφία τον ερμηνευτή, 10 τραγούδια, ο μεγάλος τραγουδιστής, η μεγάλη συνεργασία, η συνέντευξη Τύπου, τα αδύναμα κομμάτια, τα πιο δυνατά που θα σπρωχτούν, τα κλισέ, τα λίγο λιγότερο κλισέ, τα κουπλέ και τα ρεφραίν, ένα δυο ματζόρε, πιο πολλά μινόρε, μια μικρή μελαγχολία, σε καλή δοσολογία, μια δόση γρήγορο, μια δόση αργό. Ένα στίκερ «όχι στην πειρατεία» – μην κλέβετε, ρε παιδιά, να βγάλει κάτι και ο καλλιτέχνης. Και στο ρεφρέν, όλοι μαζί, κάπου στο τέλος όλοι θα τα βρούμε, κάπου στο τέλος θα επιβιώσουμε. Μιλάμε για όλο αυτό, «το παλιό και δοκιμασμένο υλικό» της ελληνικής δισκογραφίας. Και είναι όλο αυτό που δεν λειτουργεί πια.
Στην περίπτωση Νταλάρα, βεβαίως, η υπόθεση γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή. Διότι σε αυτόν τόσο πολύ βλέπεις το αδιέξοδο στο οποίο έχει φτάσει η ελληνική μουσική παραγωγή, να έρχεται να συνεκφερθεί μαζί με μια σειρά άλλα αδιέξοδα. Το αδιέξοδο, για παράδειγμα, μιας ολόκληρης κουλτούρας που μέχρι τώρα είχε συνηθίσει να νοσταλγεί, σε αιώνια λούπα, τον εαυτό της, και αυτό να το αναπαράγει ως στυλ. Αλλά και το συναφές αδιέξοδο του αφηγήματος «ο τραγουδιστής ως έθνος», το οποίο πεμπτουσιακά εκφράστηκε γύρω από τον Νταλάρα τις τελευταίες δεκαετίες: από τον Νταλάρα των σταδίων, στον Νταλάρα της Κύπρου, κι από τον Νταλάρα του Μεγάρου (με μπαλαλάικες ή χωρίς) στην Νταλάρα της Β’ Αθηνών.
Γιατί ο Νταλάρας δεν υπήρξε ο τραγουδιστής του συστήματος, θα ήταν άδικο να υποστηρίξει κανείς κάτι τέτοιο – όσο κι αν ο ίδιος βρέθηκε συχνά κοντά του. Ο Νταλάρας δεν τραγούδησε το σύστημα. Αυτό που τραγούδησε ήταν τη στρατηγική του. Τη λείανση, τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή, τον μπανάλ εθνικισμό, τον γλυκό μεγαλοϊδεατισμό, το «αυτά θέλει ο κόσμος» μαζί με το «εγώ είμαι ο κόσμος», τον αισθητισμό του «καημού της ρωμιοσύνης» μαζί με γενναίες δόσεις ανιστορικής αυτοεπιβεβαίωσης, το απ’ έξω κούκλα, την απονεύρωση του δημόσιου και τη δημόσια απλοποίηση του ιδιωτικού, τη λυρική μελλοντικότητα, το τσάι με συμπάθεια, την έντεχνη αποφυγή της ευθύνης.
Υπήρξε καλλιτέχνης κλασικός, ακριβώς γιατί υπήρξε καλλιτέχνης καταδικασμένος να επιτύχει. Μέχρις εδώ.
-
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 

1 σχόλιο:

  1. Τόσο πολύ ανούσια κουλτουροφλυαρία αντί να γράψεις απλά: Δε γουστάρω Νταλάρα. Όπως λέμε δε γουστάρω Γκάλη. Δε γουστάρω οποιονδήποτε κατάφερε να υπερβεί με εργατικότητα και συνέπεια "το φτωχό του εγώ" που τραγούδησε κι ο Νιόνιος, δε γουστάρω οτιδήποτε αφορά δημιουργία και όχι συμπλεγματική κριτική σε αυτή την καρμοίρα χώρα.
    Υ.Γ.: Πιο πολύ συστημικός ήταν και ο Γιόχαν Στράους κι ο Μότσαρτ, μια και έγραφαν κατά παραγγελία του Αυτοκράτορα. Ά ναι, κι ο Βάγκνερ ήταν φιλοναζί (κ.λ.π.).

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.