30 Ιαν 2013

Λιτόχωρο: Το σκαλοπάτι των θεών



Από εδώ μπορείς να κοιτάξεις προς τα πάνω, ως τα άδυτα της μυθολογίας στις κορφές του Ολύμπου και προς τα κάτω, προς τη θάλασσα, ως την πρόσφατη ναυτική ιστορία της πολιτείας, να περπατήσεις στη χαράδρα του Ενιπέα και στα γευστικά μονοπάτια τού χθες και του σήμερα
Λιτόχωρο: Το σκαλοπάτι των θεών

Το βουνό που λάμπει
Οσο το σκέφτομαι τόσο αποκτώ τη βεβαιότητα ότι ο Ολυμπος είναι το πιο ξακουστό βουνό της Γης. Είναι που η ελληνική Μυθολογία ακούγεται σε όλα τα σχολειά του πολιτισμένου κόσμου και πλήθος μικρά και μεγάλα παιδιά ανεβαίνουν με τη φαντασία τους στον θρόνο του... Δία. 

Ο ελβετός διανοούμενος φωτογράφος Φρεντ Μπουασονά είχε γράψει: «Κανένα έθνος δεν έχει μια έκταση που να μπορεί να συγκριθεί με την περιοχή του Ολύμπου, τόσο πλούσια σε μύθους, αναμνήσεις ιστορικές, ομορφιές κάθε λογής». 
Αυτός και ένας άλλος Ελβετός, ο επίσης φιλέλληνας ποιητής Ντανιέλ Μπο-Μποβί, ήταν οι πρώτοι που ανέβηκαν ως την κατοικία των θεών, τον Μύτικα, πριν από έναν αιώνα. Προτού επιχειρήσουν το ακατόρθωτο, πέρασαν από το Λιτόχωρο και πήραν για οδηγό τους τον κυνηγό αγριοκάτσικων Χρίστο Κάκαλο που τους οδήγησε στην κορυφή του Ολύμπου. Ετσι συμβαίνει πάντα κάθε φορά που προσεγγίζεις τον Ολυμπο. 

Περνάς από το Λιτόχωρο. Σε αυτό χαρίστηκε το μοναδικό προνόμιο να έχει μέσα στα παράθυρά του την πύλη εισόδου του βουνού, τον Ενιπέα, και τις ψηλότερους κορφές του, τον Μύτικα που πάντα δικαιολογεί τον ρόλο του ως έδρας του νεφεληγερέτη πατέρα των θεών, και το Στεφάνι, που το ονόμασαν Θρόνο του Δία. Οσο και αν η συναρπαστική αυτή εικόνα σε αιχμαλωτίζει σαν το πεπρωμένο σου, το Λιτόχωρο δεν κοίταζε μόνο προς τα πάνω, αλλά και προς τα κάτω, προς τη θάλασσα. 
Αυτό ήταν η αποκάλυψη του πιο πρόσφατου ταξιδιού μας εκεί. Την παρουσίασε μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας τα Ναυτικό Μουσείο Λιτόχωρου, μαζί με τις άλλες παραδοσιακές αξίες, τη μαγευτική πεζοπορία στο φαράγγι του Ενιπέα και την εξερεύνηση της εντυπωσιακής γαστριμαργικής παράδοσης του βουνού των θεών της καλής ζωής.

Σπίτι στα όρια της φαντασίας
«Αυτό που είναι τόσο όμορφο, σε σημείο να ξεπερνά κάθε φαντασία, είναι η χαράδρα όπου ο Ενιπέας κυλάει ορμητικά τα νερά του και η οποία ξανοίγεται πίσω από το Λιτόχωρο. Εδώ ο Ολυμπος είναι βαθιά σχισμένος από τους πρόποδες ως τις κορυφές. Χωρίς υπερβολή, θα έλεγε κανείς ότι το βλέμμα εισδύει ως τα έγκατα του βουνού». 

Ετσι είδε ο γάλλος αρχαιολόγος και περιηγητής Λεόν Εζέ, αυτός που ανακάλυψε το ανάκτορο του Φιλίππου στη Βεργίνα, το Λιτόχωρο και τη χαράδρα του Ενιπέα. Η μαρτυρία του περιέχεται στο ωραίο λεύκωμα  «Ο Ολυμπος του Boissonnas» του καθηγητή Γιάννη Κυρίτση, που τύπωσε ο τότε Δήμος Λιτοχώρου. «Αυτό το ανέβασμα δεν το χορταίνω ποτέ, κάθε μέρα είναι και μια καινούργια εικόνα» μας λέει ο Γιώργος Παπαμιχαήλ. 

Την ίδια αίσθηση έχει και ο επισκέπτης καθώς ανεβαίνει τον κεντρικό δρόμο του Λιτόχωρου που καταλήγει στην πλατεία, αναζητώντας αφετηρία για τις εξορμήσεις του στο βουνό. Και όταν τελικά βρει αυτή τη ζεστή γωνιά του ανοίγει το παράθυρο του δωματίου του και αμέσως τον τυλίγει η ατμόσφαιρα της πολιτείας, σαν τον λευκό καπνό που αναθρώσκει από τις καμινάδες. Προς τα πάνω οι κόκκινες στέγες σπρώχνουν τη ματιά του να χωθεί στην κατάφυτη χαράδρα του Ενιπέα και να εκτοξευθεί ως τον Θρόνο του Δία. Προς τα κάτω οι κεραμοσκεπές οδηγούν μαλακά τη ματιά προς τη θάλασσα, προς τα εκεί που ανατέλλει ο βασιλιάς ήλιος, ο οποίος ρίχνει την εξουσία του και πάνω στο βουνό που, όπως είπε ο Μπουασονά, είναι «ένας ολόκληρος κόσμος αντιθέσεων, χρωμάτων, σκιών και φωτός».

Κάπως έτσι κοιτάζει και το Λιτόχωρο, προς τον Ολυμπο και προς το πέλαγος. Και ενώ η πρώτη ματιά είναι παγκοσμίως γνωστή, η δεύτερη είναι σχεδόν άγνωστη. Υπήρχε όμως πάντα, σαν τραγούδι μιας άλλης εποχής: «Βάρκα θέλω ν' αρματώσω με σαράντα δυο κουπιά / και με εξήντα παλικάρια να σε κλέψω μια βραδιά. / Να σε πάρω να σε πάω στου Ολύμπου το βουνό». Οι Λιτοχωρίτες δεν αρμάτωναν απλώς βάρκες, αλλά πλήθος μεγάλα καράβια: «Κινήσαν τα καράβια, τα λιτοχωρνά / κίνησε κι ο καλός μου, να πάει στην ξενιτιά» τραγουδούν ακόμη στα γλέντια. Ολα αυτά τα βλέπεις παραστατικά στο Ναυτικό Μουσείο του Λιτόχωρου, στο οποίο είχε την καλοσύνη να μας πάει ο δήμαρχος Δίου - Ολύμπου Γιώργος Παπαθανασίου και να μας ξεναγήσει ο πρόεδρός του Νίκος Βλαχόπουλος, μια αντιπροσωπευτική ναυτική φυσιογνωμία.

Το τραπέζι χθες και σήμερα
Το φαγητό στο Λιτόχωρο είναι μια ενδιαφέρουσα  ιστορία με παρελθόν και παρόν. Στο τραπέζι σας έρχονται λάχανο σαλάτα με ξινόμηλο, βερίκοκα ξερά, καρύδια, βινεγκρέτ, μηλόξιδο μελιού, και παξιμαδάκια καλαμποκόψωμου, σουπιές με ποικιλία μανιταριών και τραχανά (ελαιόλαδο, κρεμμύδι, λίγο σκόρδο, λευκό κρασί, μαϊντανός, μαύρο πιπέρι, τραχανάς σταρένιος βρασμένος με μελάνι σουπιάς), μπουρανί (ρύζι, ελαιόλαδο, βούτυρο φρέσκο, κρεμμύδι, μανιτάρια διάφορα, τσουκνίδα, γραβιέρα Κρήτης παλαιωμένη, μαϊντανός, πιπέρι λευκό, άρωμα τρούφας), ρεβίθια με μανιτάρια πλευρώτους και μαστίχα Χίου (κρεμμύδι, φρέσκο λεμόνι, κρασί λευκό, άνηθος, πιπέρι λευκό) που συνοδεύονται από μους φέτας, αρνάκι γάλακτος λεμονάτο με αρμπαρόριζα, πλιγούρι, σέλινο και ψημένα αμύγδαλα, τζιγεροσαρμάδες με σάλτσα αρνιού και πίτες. Αυτά και άλλα πολλά συνοδεύονται στην αρχή με «Μυθικό βουνό», ένα λευκό, ξηρό, κρασί (μαλαγουζιά και ασύρτικο) από το Λιτόχωρο.

Μια πιο αντιπροσωπευτική γεύση της γαστριμαργικής παράδοσης της περιοχής  όπου στη σούβλα γυρίζουν αρνάκι, πανσέτα, κεμπάπ χοιρινό, κοτόπουλο, και τα συντροφεύουν στο τραπέζι κεφαλοτύρι σαγανάκι, πιπεριές τηγανητές, μελιτζάνα ψητή, σκουμπρί, γαλοτύρι, σαλάτα ρόκα, τηγανιά λεμονάτη, ζυγούρι στη γάστρα, κότσι χοιρινό και ο μοναδικός τράγος με μελιτζάνα, ντομάτα και κεφαλοτύρι στο πήλινο.

Ωστόσο, στο τραπέζι των σπιτιών στο Λιτόχωρο εμφανίζονται ακόμη πιο αυθεντικές εκφάνσεις της παράδοσης, όπως η μοναδική πίτα με κρέας τραγιού  -η οποία κόβεται και το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς ως βασιλόπιτα- , πράσα λαδερά, κεφτέδες σε κουρκούτι, ψάρια στον ταβά, σούπα από κότα γεμιστή με συκωτάκια και ρύζι, κρεμμυδοκεφτέδες, σαρδέλες με άγρια χόρτα, μπομπότα με κόκκινο κολοκύθι, καλαμάρια γεμιστά και μετά τα παραδοσιακά φαγητά έφεραν και τα δικά τους, τυροκαυτερή, χταπόδι ψητό, γίγαντες φούρνου, μελιτζάνα τουρσί, σουπιές κρασάτες με άγρια χόρτα και σπανάκι, πεσκανδρίτσα και βατί αχνιστά, φρέσκες γαρίδες σαγανάκι κ.ά. 

Περπατώντας στη χαράδρα του Ενιπέα

Η κλασική ματιά του Λιτοχώρου προς τα πάνω διατηρεί ατόφια τη σαγήνη της. Ακόμη και στη σχετικά προσιτή χαράδρα του Ενιπέα. Η πεζοπορία από τα Πριόνια (10 χλμ. από την άσφαλτο, στα 1.100 μέτρα) ως το Λιτόχωρο είναι 5 ώρες και δεν είναι πάντα κατηφόρα όπως φαντάζεται ο πεζοπόρος, γιατί ανεβοκατεβαίνει στις όχθες της χαράδρας. Δεν είναι εύκολη αυτή την εποχή ούτε το πρώτο, μικρό κομμάτι της διαδρομής, από τα Πριόνια ως τη βραχοσκεπή όπου ασκήτευσε ο Αγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω και το παλιό μοναστήρι του στην αντίπερα όχθη. Την ημέρα που το κάναμε εμείς το μονοπάτι στην ανήλια όχθη της χαράδρας ήταν τόσο πολύ παγωμένο που ανησύχησε, προφανώς για τη δική μας ασφάλεια, τον πολύ έμπειρο οδηγό μας, τον Πέτρο Μήλιο, πρόεδρο του Ορειβατικού Συλλόγου Κατερίνης. Ευτυχώς, δεν γυρίσαμε πίσω και με πολύ μεγάλη προσοχή κατεβήκαμε αργά στο βάθος της χαράδρας, όπου δεν υπήρχε πάγος και τα πατήματά μας στο έδαφος έγιναν σίγουρα. Τότε μπορέσαμε να στρέψουμε την προσοχή μας στο απίθανο τοπίο, το ορμητικό ποτάμι που περνούσε γρήγορα κάτω από τα ξύλινα γεφύρια, τους βουερούς καταρράκτες και τις πολύχρωμες λίμνες μέσα στις οποίες εκτόνωναν τον οίστρο τους, το στρωμένο με πεσμένα φύλλα μονοπάτι και τα σκαλοπάτια από κορμούς που ελίσσονταν ανάμεσα στα ψηλόλιγνα πεύκα και τις λυγερόκορμες, γυμνές, οξιές. Φτάσαμε σε ένα σημείο όπου η διαδρομή διακλαδώνεται προς το σπήλαιο του Αγίου Διονυσίου (20 λεπτά από εδώ) και προς το κοντινό παλιό μοναστήρι, που είναι μια ολόκληρη ιστορία, συνολικά 1 ώρα υπό κανονικές συνθήκες από τα Πριόνια. Από τη διακλάδωση η βασική διαδρομή συνεχίζει για το Λιτόχωρο (4 ώρες).

Στο βουνό οι συντροφιές δένουν, ειδικά όταν υπάρχουν δυσκολίες και η αλληλοβοήθεια είναι απαραίτητη. Δεν θα περνούσαμε πολλά σημεία του παγωμένου μονοπατιού αν δεν κρατούσε ο ένας τον άλλον. Ωστόσο ακόμη πιο πολύ δένουν οι συντροφιές γύρω από το τραπέζι στο τέλος της διαδρομής. Και η ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει ο Δημήτρης Κυρίτσης στο «2.917»  -το ύψος του Μύτικα-, στα Πριόνια, είναι όντως ορειβατικού καταφυγίου. Και τα φαγητά είναι του βουνού: εξαιρετική γίδα βραστή και απίθανη φασολάδα, και μαζί φέτα ψητή, ελιές, σαλάτες, χόρτα.
http://www.tovima.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.