5 Δεκ 2012

Ο ΤΣΟΜΠΑΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΟΔΙ




Βάλανε το μικρό Γιάννη να φυλάει τα πρόβατα. 
Ο Γιάννης τεμπέλης, υπναράς, δεν μπορεί να μένει μόνος. Δυο ώρες περάσανε, βάζει τις φωνές: 
«Λύκος, λύκος!» 
Τρέχουν από το χωριό, μαζεύτηκε κόσμος. «Τι έγινε, Γιάννη;» «Μη φοβάσαι, παιδάκι μου», «Μην κάνεις έτσι». «Ωι, ωι, ωι, είδα το λύκο!».
Το άλλο βράδυ, βάζει ο Γιάννης τις φωνές. Κόσμος, μιλιούνια, με αξίνες, δίκρανα και κόσες να τους φάνε τους λύκους. Τίποτα δεν βρήκαν, μόνο τον Γιάννη χτυπούσαν τα δόντια του, «Είχε κόκκινα μάτια, μυτερά δόντια. Ο διάολος ήταν. Η ανάσα του, παναγίτσα μου…»
Το τρίτο βράδυ ένας ...
ζωοκλέφτης πονηρεμένος ανεβαίνει από νωρίς. Αρχίζει ο Γιάννης να φωνάζει, βουτάει ένα αρνί. Ανεβαίνουν οι  χωρικοί – πιο  λίγοι. Λύκο δεν βρίσκουν. Λείπει ένα αρνί. Ο Γιάννης τρέμει σαν το τριφυλλάκι. Μιλιά δεν βγάζει. «Μην κάνεις έτσι παιδάκι μου», «Φάε κάτι να αναντρανίσεις» «πιε λίγο κρασί»· ανάμεσά τους ο ζωοκλέφτης. Άλλος τυρί του έδωσε, άλλος σταφίδες, άλλος μέλι.
Την επομένη, στο καφενείο, είπαν δύο «πρέπει να αλλάξουμε τσομπάνη». Είπαν τρεις, «τρεις φορές ήρθε ο λύκος, ένα πρόβατο πήρε». Είπε ένας, «από το μυαλό του τα βγάζει ο Γιάννης». Είπε η χήρα του καφετζή, «δαίμονας είναι· αόρατος». Ζήτω ο Γιάννης ο τσομπάνης! Κάτω ο Γιάννης ο τσομπάνης! Θέλουμε άλλο τσομπάνη! Πάρε αυτόν και πολύ σου κάνει!
Λογοφέρνανε ώρα. Παραλίγο να πιαστούν στα χέρια. «Θα πάω να κάτσω εγώ με το Γιάννη», είπε ο Πετρής, το φιλαράκι του. Δύο ταγάρια το βράδυ στης κοινότητας το μπουγιουρντί. Κομμάτια να γίνει, να πιάσουνε το λύκο.
Πάνε στα πρόβατα. Στα οργώματα παραφυλάει ο κλέφτης. Πιο πέρα ο τυρέμπορας με δυο εργάτες. Βάζει ο Γιάννης τις φωνές, βάζει και ο Πετρής «Λύκος, Λύκος!» Πετιέται ο ζωοκλέφτης παίρνει ένα αρνί. Πετιέται ο τυρέμπορας, αντάμα οι εργάτες. Εννιά αρνιά φορτώνουνε. «Δεν είναι σωστό» λέει ο ένας. Δεν τ’ αρέσει που κλέβουνε ολονών το κοπάδι. Να σου ανεβαίνουν οι χωρικοί, λίγοι πολύ λίγοι. Κουράστηκαν από τους τσακωμούς και τις βρισιές στο καφενείο.
Περνούσε ο καιρός. Ο Γιάννης πάχαινε και ο Πετρής πάχαινε και οι φίλοι τους παχαίνανε. Μια μέρα ο τυρέμπορας σούβλισε. Κάλεσε τον κοινοτάρχη με τη φαμιλιά του. Ένα βράδυ ο Γιάννης φώναζε, είπε μια γυναίκα τ’ αντρός της «Σιγά πια το γάλα που παίρνουμε από της κοινότητας το κοπάδι. Πέσε και κοιμήσου χριστιανέ μου, να πας το πρωί στα χωράφια». Το ίδιο είπανε κι άλλες…
Ένα βράδυ ήρθαν οι λύκοι. Ο τυρέμπορος αντάμα οι εργάτες πηδάνε πίσω από τα οργώματα, κρύβεται ο χασάπης, κρύβεται ο ζωοκλέφτης, κρύβεται και ο Γιάννης, κρύβεται και ο Πετρής. «Καταραμένε σου το έλεγα πως είναι αμαρτία!» φωνάζει ο εργάτης, οι λύκοι πνίγουν τα αρνιά. Θα φανερώσει την κρυψώνα τους. Τον βουτάνε και τον πνίγουν.
Αυτοί ήτανε, οι λωποδύτες, την άλλη μέρα στο καφενείο. Γράψανε του εργάτη τον επικήδειο. Ο κόσμος δουλεύει διπλά και τρίδιπλα να βγάλει τη χασούρα από το γάλα. Τα πρόβατα όλο και λιγοστεύουν… «Όλα στημένα είναι!» φωνάζουν οι δύσπιστοι. Βγάζουν εφημερίδα «Το μαύρο πρόβατο», κάνουν σχέδια, αφίσες. Μαζεύονται στο καφενείο αργά, τα τσούζουν.
Να είναι καλά τα αρνιά που γεννοβολάνε.
Εκείνο τον καιρό ήρθαν και εργάτες από μακριά που λέγανε πως τους φάγανε οι λύκοι τα αρνιά και δεν είχαν δουλειά ούτε λεφτά…
Τι θέλει να πει αυτή η ιστορία; Ποιος έβαλε τον Γιάννη να φυλάει τα πρόβατα; Ποιος είμαι εγώ σ’ αυτή την ιστορία; Ποιος είσαι εσύ; Ποιοι είναι αυτοί που δεν είναι σήμερα εδώ ούτε πήγαν στην δουλειά; Ποιος είναι ο Γιάννης; Ποιος ο Πετρής; Ποιος ο τυρέμπορος; Ποιος ο εργάτης και ποια η χήρα;
Κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε πως είμαστε τα αρνιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.