12 Μαρ 2012

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ...



                 

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΦΡΟΔΙΤΗ


Τη χρυσοστέφανη σεβάσμιαν όμορφη Αφροδίτη
θα υμνήσω, αυτή που τα οχυρά κατέχει όλης της Κύπρου
της θαλασσόβρεχτης, όπου η νοτερή ορμή του Ζέφυρου που φύσαγε
στο κύμα την επήγαινε της πολυφλοίσβου θάλασσας
μέσα σ’ ανάλαφρον αφρό, αυτήν που οι χρυσοστέφανες οι Ώρες
την υποδέχτηκαν περίχαρα κι άφθαρτα ενδύματα της ‘βαλαν,
και πάνω στο κεφάλι της το αθάνατο της έθεσαν καλόπλεχτο
ωραίο στεφάνι χρυσαφένιο και στους διάτρητους λοβούς
ενώτια από το πολύτιμο χρυσάφι κι από ορείχαλκο,
κι ολόγυρα τον απαλό λαιμό και τ’ αργυρόλευκά της στήθη
με περιδέραια ολόχρυσα στολίζανε οι Ώρες
όμοια μ’ εκείνα που φορούσαν οι ίδιες όποτε πηγαίναν
στων θεών το θελκτικό χορό και στου πατέρα τους τ’ ανάκτορο.
Όταν λοιπόν όλον τον στολισμό της βάλαν στο κορμί
την πήγαν στους αθάνατους κι εκείνοι βλέποντάς τη την ασπάζονταν,
με χειραψία τη δέχτηκαν κι ευχόταν ο καθένας τους
σύζυγος να του γίνει και στο σπίτι να την πάει,
γιατί θαυμάζαν τη θωριά της ανθοστέφανης Κυθέρειας.
Χαίρε ελικοβλέφαρη γλυκόλαλη δώσε σε τούτον τον αγώνα
να οδηγηθώ στη νίκη εγώ κι ομόρφηνέ μου το άσμα.
Κι εγώ θεά και μ’ άλλο μου τραγούδι θα σε μνημονεύσω.






...........








Πίνακας (1550) του Τιντορέττο: Ήφαιστος ξαφνιάζει Αφροδίτη (Venus, Vulcan and Mars)





Όμηρος. Ο πρωτοδάσκαλος της απομυθοποίησης της θρησκείας

Έρωτες Θεών του Ολύμπου. Άρης – Αφροδίτη. Οδύσσεια (θ 266-344, μετφρ. Ζήσ. Σιδέρη)
Διαβάζοντας κανείς αυτό το απόσπασμα από τη Οδύσσεια, εύκολα μπορεί να συμπεράνει ότι το γκρέμισμα της θρησκείας παγκοσμίως το ξεκίνησε ο Όμηρος. Στα ίδια βήματα περπάτησε μετά ο Λουκιανός, ο οποίος δεν άφησε καμμιά γωνιά του Ολύμπου όρθια, με την καυστική του πέννα.

«Οι άνθρωποι είναι συμπαίχτες των θεών και στο καλό και στο κακό». Αλαίν ντε Μπενουά


Κι άρχισε εκείνος παίζοντας γλυκά να τραγουδήσει (ο αοιδός Δημόδοκος)
ο Άρης πώς αγάπησε την όμορφη Αφροδίτη
και πώς κρυφά πρωτόσμιξαν στον πύργο του Ηφαίστου
κι αφού πολλά της χάρισε, του ατίμασε το στρώμα.
Κι έτρεξε ο Ήλιος άξαφνα σ’ αυτόν μαντατοφόρος
όταν τους είδε αγκαλιαστούς να σμίξουν απ’ αγάπη.
Κι ο Ήφαιστος σαν άκουσε το θλιβερό μαντάτο
στο γυφταριό του κίνησε με το κακό στο νου του.
Και βάζοντας στο κούτσουρο τ’ αμόνι το μεγάλο,
άσπαστα δίχτυα κι άλυτα γι’ αυτούς σφυροκοπούσε,
για να πιαστούν κι ασάλευτοι να μείνουν ενωμένοι.
Κι απ’ το θυμό του αφρίζοντας σαν έφτιασε τα δίχτυα,
σπίτι του πήγε που ‘χε εκεί το νυφικό του στρώμα,
κι άπλωσε γύρω τα δεσμά στου κρεβατιού τα πόδια
κι απάνω κρέμουνταν πυκνά κατάκορφα απ’ τη στέγη,
λεπτά σαν αραχνόπλεχτα, που και των αθανάτων το μάτι δε θα τα ‘βλεπε.
γιατί ήταν καμωμένα με πονηριά αξεπέραστη.
Και στο κρεβάτι κύκλο σαν άπλωσε το δολερά πλεμάτια,
για τη Λήμνο καμώθηκε πως έφυγε την ομορφοχτισμένη,
που ξέχωρα τη χώρα αυτή την αγαπούσε απ’ όλες.
Μα σαν τυφλός δε φύλαγε κι ο χρυσαστράφτης Άρης
ως είδε τον καλότεχνο θεό που αναχωρούσε
και για τον πύργο κίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου,
ποθώντας της καλόζωστης Κυθέρειας την αγάπη.
Μόλις απ’ τον ανίκητο πατέρα της το Δία γύρισε και καθόντανε
κι ο Άρης μπήκε μέσα κι ευτύς γλυκά τη χάιδεψε και τρυφερά της είπε·
«Πάμε στο στρώμα, αγάπη μου, τον ύπνο να χαρούμε.
Ο Ήφαιστος δεν είναι εδώ, μόν’ για τη Λήμνο πήγε
εκεί τους αγριόφωνους τους Σίντιες ν’ ανταμώσει».


Είπε κι εκείνη με χαρά να κοιμηθούν ποθούσε
και στο κρεβάτι ανέβηκαν γλυκό να πάρουν ύπνο.
Μα γύρω τους απλώθηκαν τα τεχνικά πλεμάτια του βαθυστόχαστου θεού,
και μήτε να σαλέψουν μπορούσαν πια τα μέλη τους μηδέ να τα σηκώσουν,
κι είδαν πια τότε αδύνατο, πως ήταν να γλιτώσουν.




Στην ώρα πλάκωσε άξαφνα κι ο ξακουστός τεχνίτης,
πίσω ξανά γυρίζοντας, προτού να πάει στη Λήμνο,
γιατί τους φύλαγε σκοπός κι όλα του τα ‘πε ο Ήλιος
και πήγαινε στον πύργο του με σπλάχνα ματωμένα.
Στάθηκε εμπρός στις ξώπορτες κι άφριζε απ’ το θυμό του
και με μεγάλες έσκουζε φωνές στους αθανάτους·
«Δία πατέρα κι οι λοιποί μακαριστοί κι αιώνιοι,
έλα να ιδείτε αβάσταχτες δουλειές που να τις κλαίτε,
πως πάντα εμένα το χωλό, του Δία η θυγατέρα η Αφροδίτη
με γελά κι αγάπησε τον Άρη αυτόνε τον αφανιστή,
γιατί γερός στα πόδια κι όμορφος είναι, όμως εγώ γεννήθηκα σακάτης.
Μόν’ δε μου φταίει άλλος κανείς, μόν’ οι γονιοί μου φταίνε,
που είθε να μη μ’ έκαναν. Μα ιδείτε πώς κοιμούνται,
απάνω στο κρεβάτι μου αγκαλιασμένοι οι δυο τους.
Κι εγώ λυσσάζω βλέποντας, όμως θαρρώ πως έτσι,
κι ας αγαπιούνται από καρδιάς, ξανά δε θα πλαγιάσουν.
Ευτύς ο πόθος και των δυο θα σβήσει να κοιμούνται.
Μα τα δεσμά κι η τέχνη μου θα τους κρατήσει τώρα,
ωσότου κι ο πατέρας της τα δώρα μου γυρίσει,
όσα για την ξετσίπωτη την κόρη του μου πήρε.
Γιατί είναι η κόρη του όμορφη, μα δεν κρατάει στα πάθια».
Είπε και στο χαλκόστρωτο παλάτι συνάζονταν
όλοι οι θεοί κι ο σαλευτής του κόσμου ο Ποσειδώνας,
ήρθε κι ο σαλευτής Ερμής κι ο προφυλάχτης Φοίβος.
Μόνο οι θεές απόμειναν από ντροπή στο σπίτι.
Κι οι αγαθόδωροι θεοί στην ξώπορτα στάθηκαν
κι όλοι στα γέλια σκάσανε θωρώντας του Ηφαίστου
του πολυστόχαστου θεού τις τέχνες τις πανούργες.
Κι έτσι ο καθένας έλεγε στο διπλανό γυρνώντας:
« Ωστόσο οι άσκημες δουλειές κακό το τέλος έχουν·
τον φτάνει ο αργός το γλήγορο καθώς και τώρα, να τα,
ο κουτσοπόδης Ήφαιστος σου τσάκωσε τον Άρη με τέχνη,
κι ο πιο γλήγορος απ’ τους θεούς ας ήταν,
που κατοικούν στον Όλυμπο και θα τον προτιμήσει».
Τέτοια οι αθάνατοι θεοί μιλούσαν μεταξύ τους.
Και έτσι είπε στον Ερμή του Δία ο γιος ο Απόλλων
«Του Δία στρατολάτη γιε, αγαθοδότη Ερμή μου,
θα ‘θελες τάχα στα σφιχτά δεσμά πιασμένος να ‘σαι
αν στο κρεβάτι πλάγιαζες με τη χρυσή Αφροδίτη;»
Κι απάντησε ο γοργόφτερος μαντατοφόρος κι είπε·
« Αχ, είθε αυτό να γίνουνταν, Απόλλο προφυλάχτη.
Κι άλυτα τόσα τρεις φορές πλεμάτια ας με κυκλώσουν
κι όλοι ας κοιτάζατε οι θεοί με τις θεές,
εγώ όμως στην αγκαλιά μου τη χρυσή την Αφροδίτη να ‘χω».
Έτσι είπε κι οι αθάνατοι θεοί ξεκαρδίστηκαν.

http://athriskos.gr/?p=6639

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.