# #

7 Σεπ 2011

Ελληνικές λέξεις στην Γερμανική γλώσσα...



Ψάχοντας κανείς τις λέξεις του γερμανικού λεξιλογίου θα διαπιστώσει, πέρα από τις παγκοσμίως χρησιμοποιούμενες δάνειες εκ της Ελληνικής λέξεις (pause, Philosophie, theater κοκ), ότι υπάρχουν και άλλες παρεφθαρμένες λέξεις που ανάγονται στην Ελληνική.
Έτσι, παραθέτοντας τμηματικά, κάποιες εξ αυτών των λέξεων βλέπομε τις ομοιότητες που έχουν με τις λέξεις της Ελληνικής.
steigen < στείχειν (=ερχομαι)
dach < τέγος (στέγη)
zeug < τεύχεα (όπλα ή ο,τιδήποτε μπορεί να κατασκευαστεί. Εκ του τεύχω = κατασκέυάζειν). Το Μουσείον όπλων λέγεται και Zeugmuseum.
zeigen < δείκνυμι
wein < Fοινος (μέσωι λατινικής vinum)...


Woche (εβδομάς) < Fοχος (δλδ αυτό που περνάει ωσάν όχημα)
Feder < πτερόν 
warm < θερμός (αιολ. φερμός)
Vater < πατήρ 
Μutter < μήτηρ
bruder (αδελφός) < φρατήρ (τα μέλη μιας φατρίας ή φρατρίας ήταν μεταξύ τους σαν αδέλφια)
Tochter < θυγάτηρ
Volk < Fοχλος 
machen(=κάνω) < μαχανά, μαχανάομαι (=κατασκευάζω, κάνω)
schaum(=αφρός) < (σ)κυμα (λατ. spuma)
wollen < βούλομαι (δωρ. βώλομαι, λατ. volo)



Jahr (=χρόνος) < (j)ώρα
Ubel (κακό) < ύπουλον (το υπό την ουλήν κείμενον, το πονηρόν)
bleiben (παραμένω) < γοτθ. bileipan < (α)πολείπειν 
bund, binden (δεσμός, δένω) < σπένδεσθαι (κάνω σπονδή, εξ ου και ομο-σπονδ-ία)
sterben (πεθαίνω) < στερφός (=στείρος, πετρωμένος)
lachen (γελώ) < λαγαίω, λαγαρός
muhe (μόχθος) < μόγις (μετα κόπου), μόχθος
Wurzel < (F)ρίζα
nehmen(πάιρνω) < νέμειν 
mild (=μαλακός) < βλαδύς (*μλαδύς)
ewig (αιώνιος)< αιFών
kurz (βραχύς) < κυρτός
mischen (αναμειγνυω) < λατ. miscere < μίσγω ή μείγνυμι
Blick (βλέμμα) < βλέπω
suss (γλυκός) < ηδύς (*σFαδύς)
Angst (φόβος) < άγχω, άγχος
maus (ποντίκι) < μυς 
schworen (ορκιζομαι) < (σF)ορκος
Werk (έργο) < (F)έργον
schutz (προστασία)< σκυτόν (ασπίδα)
losen (λύνω) < λύσειν 
milch(γάλα) < αμέλγω (αρμέγω)
brav (ήσυχος) < πράFος 
klang < κλαγγή 



werfen (ρίχνω) < Fρίπτειν
werden (γίνομαι) < Fέρδειν (κάνω) 
warnen (προειδοποιώ) (wara = προσοχή) < Fοράω (βλέπω). Με τη σημασία ειδικότερα του προσέχειν ακολουθείται από ενδοιαστική πρόταση εισαγόμενη με τον σύνδεσμο μή. Ὅρα μή τις σε πλανήσῃ ἀπὸ ταύτης τῆς ὁδοῦ τῆς διδαχῆς, ἐπεὶ παρεκτὸς θεοῦ σε διδάσκει (Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων)
schuhe < συκχίς (φρυγ. συκχος)
Schwieger(vater) (πεθερός) < (σF)εκυρός (πεθερός)
legen (τοποθετώ) < λέγειν (αρχική σημασία "τοποθετώ".Λέγειν σημαίνει επίσης "τοποθετούμαι", μεταφορικά δε και ισχυρίζομαι, λέγω. Εκέι που τοποθετώ εαυτόν ειναι το λέκτρον, δηλαδή το κρεββάτι. Οι νόμοι παρά τοις Ρωμαιοις ειναι leges, οπερ σημαινει τα θεσπισθέντα, τα τεθέντα. 
tief (βαθιά), αγγλ. deep < δέπας (κύπελλο). Βλεπε παρ' Ομήρωι "δέπας αμφικύπελλον"
Buche (βελανιδιά).Εξ αυτού και Buch (βιβλίο) < φηγός (βελανιδιά)
dehnen (τεντώνω) < τείνειν (ρ. τεν-)
kampf (μαχη) < κάμπος, ένθα λαμβάνει χώραν η μάχη
sau (χοιρος) < (σ)υς (χοίρος)
neu (νεος) < νέFος
nebel < νεφέλαι 
horn < κέρας
Flach < πλάξ, γεν. πλακός (βλ και πέλαγος, πλάζω, πλατύς)
Garten < συγγενεύει με το τοπωνύμιο Γόρτυς (Κρητη) ή Γόρδιον (Φρυγία) 
bergen (προστατεύω). Berg (βουνό)< φάργνυμι (εμποδίζω, προστατεύω βλ και φράγμός). Εκέιθεν και οι φρυκτωρίες, δηλαδή πύργοι που χρησιμοποιήθηκαν για την ανάπτυξη συστήματος μεταβίβασης φωτεινών σημάτων στην περιοχή της αρχαίας Ελλάδας.
schauen (αγγλ. show = κοιτάζω) < σκοπέω (εξετάζω κοιτάζοντας)

Teig (ζύμη)<τείχος. Το τείχος απο τα νεολιθικά χρόνια κατασκευάζονταν είτε με λίθους είτε με ωμούς πλίνθους είτε με αχυρόλασπη και κλαδιά. Η τελέυταία περίπτωση αποτελέι αυτό που σαν ρίζα έχει η λέξη τείχος. Στα Γερμανικά έχει τη σημασία απλώς της ζυμωμενης μαζας, παραπέμποντας σε κάποιο συνθετικό υλικό όπως η αχυρόλασπη.
lehnen < αρχ. γερμανικό (h)lehnan < κλίνειν 
schlieβen (κλείνω) <λατ. claudere < κλείειν (*κλαFjειν)
leben[b][/b] (ζω) < ριζα λιβ- (υγρός) εξου λιβάδι (βλ. αλίβας= ο πεθαμένος, ο μη υγρός)
hδren (ακούω)< α-κρο-άομαι 
stube (τζακι) <λατ. stupere (είμαι θυμωμένος, "βγάζω" καπνούς) < τέτυφα, τυφλός 
Leute (πλήθος)< λεFώε (λαός)
kuss[b][/b] < κύσον 
glanz (λάμψη)< α-γλα-ός (φωτεινός)
Hδlle < κοίλος (κούφιος)
schweigen(σιωπώ) < σιγαν 
Heiden < έθνος
Hutte (καλύβα) < κέυθειν (κρύβω)
gehnen < έ-χαν-ον (χάσκω)
graben (ορύττω)< γράφειν (σκαλίζω επί λίθου)
setzen (καθίζω) < έζομαι (*σεδjομαι)
kind (παιδί) < θρακ. κένθυς (ο απόγονος)
impfen < εμφυτεύω
pflaster < έμπλαστρον
Tier < θήρ (θηρίον)
weise (σοφός) < (F)οιδα (γνωρίζω)
fruh < πρωί
offnen (ανοιγω) < οπή 
auf < επι
aus[b][/b] < εκ ή εξ 
ab< λατ.ab < από 
mit < μετά + γενική
in < λατ. in < αρκαδικό ιν (εν)
ver- <λατ. per < περί
vor < λατ. pro < προ
an < ανά
uber < υπέρ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.