11 Σεπ 2011

Ο νόμος Διαμαντοπούλου-Γεωργιάδη σε ισχυ...




  Τέθηκε σε ισχύ αυτήν την εβδομάδα με τη δημοσίευση του στο ΦΕΚ  το νομοσχέδιο  Διαμαντοπούλου-Γεωργιάδη.

 Επικαλούμαι και τα δυο ονόματα, σε μια προσπάθεια να  αποδώσω φόρο τιμής όχι μόνον στην αρχιτέκτονα του νομοσχεδίου αυτού, αλλά και στον πρωτομάστορα.

 Εμάς τους αριστερούς μας στοιχειώνουν πάντα τα ερωτήματα που έθεσε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στο γνωστό του ποίημα  «Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει».

 Ο Μπρεχτ αρνιόταν ότι  τη Θήβα την επτάπυλη, τη Βαβυλώνα ή τη μεγάλη Ρώμη τις είχαν χτίσει μόνοι τους οι βασιλιάδες και υπέβαλλε στον αναγνώστη την ιδέα ότι κάποιο ρόλο είχαν παίξει και οι χτίστες. Θα ήθελα να αναφέρω όλους τους χτίστες αλλά, μη μπορώντας για προφανείς λόγους να το κάνω, περιορίζομαι στον πρωτομάστορα Γεωργιάδη.

 Με το νομοσχέδιο αυτό, λοιπόν, μεταξύ πολλών άλλων, καταργείται  η φοιτητική συμμετοχή. Ή, για να είμαι ακριβέστερος, περιορίζεται σε έναν:

 μόνον ένας φοιτητής ή μια φοιτήτρια θα εκπροσωπεί τους/τις συναδέλφους του/της στο Συμβούλιο Διοίκησης.
 Κάποιοι κοινωνιολόγοι ισχυρίζονται ότι ένας από τους λόγους που ενίσχυσαν τον σύγχρονο ατομικισμό οφείλεται στο γεγονός ότι η  οθόνη της τηλεόρασης, επειδή είναι μικρή και κατά συνέπεια δεν χωράει τους πολλούς,  περιορίζεται  να δείχνει τις περισσότερες φορές μόνον έναν. Η αρνητική αυτή επίδραση της τηλεόρασης θα έπρεπε κανονικά να οδηγήσει τη «σοσιαλίστρια» υπουργό να δει με διαφορετική ματιά τη φοιτητική συμμετοχή, αντί ουσιαστικά να την...
καταργήσει.
 Μόνον που ιδεολογικοπολιτικοί λόγοι δεν της επέτρεψαν κάτι τέτοιο. Η άκριτη αποδοχή από το ΠΑΣΟΚ των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού, στην περίπτωση αυτή νοούμενου κυρίως ως δόγματος πολιτικού χαρακτήρα, δεν μπορούσε να έχει παρά μόνον αυτό το αποτέλεσμα.

  Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη για τη διακυβέρνηση, όχι μόνον των πανεπιστημίων αλλά και των κοινωνιών ευρύτερα, οι πολλοί δεν είναι ικανοί να διαχειριστούν τις τύχες των κοινωνιών. Το «γκουβέρνο» μπορούν και πρέπει να το κρατάνε λίγοι στα χέρια τους.

 Έτσι η  κ. Γιαννακά, εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ στο νομοσχέδιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, έλεγε στη Βουλή: «Σήμερα έχουμε ένα μοναδικό φαινόμενο –συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα– να ψηφίζεται ο πρύτανης απ’ αυτούς που καλείται να διοικήσει, δηλαδή καθηγητές, διοικητικούς και φοιτητές. Καλείται, δηλαδή, να διοικεί τους διοικούμενους οι οποίοι τον εκλέγουν.  Αυτό είναι μία κομβική παθογένεια και πρέπει να αλλάξει».

 Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος, ο γνωστός  Μ. Βορίδης του ΛΑΟΣ στην τοποθέτηση του, και εγκαλώντας τη Ν.Δ. για ασυνέπεια προς τη «δεξιά ιδεολογία», θύμισε στους βουλευτές της ότι, σύμφωνα με την αυθεντική δεξιά ιδεολογία, «οι διοικούμενοι δεν συμμετέχουν στη διοίκηση».  Έχοντας αντλήσει από διαφορετικές πηγές τα δύο αποσπάσματα, δεν μπόρεσα να διευκρινίσω ποιος το είπε πρώτος.
 Αλλά αυτό πραγματικά μικρή σημασία έχει. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι μια «σοσιαλίστρια» βουλευτής και ένας βουλευτής της άκρας δεξιάς έχουν πανομοιότυπη αντίληψη για τη διοίκηση των πολλών. 

Είμαι σίγουρος ότι απέναντι στην παραπάνω θεωρητικού χαρακτήρα αποστροφή μου για τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της ρύθμισης του νόμου Διαμαντοπούλου-Γεωργιάδη, πολλοί καλοπροαίρετοι θα μου αντέτειναν την πραγματικότητα της φοιτητικής συμμετοχής, έτσι όπως λειτούργησε μέχρι τα τώρα.

 Πράγματι, το ιδιαίτερα αυξημένο ποσοστό των φοιτητών στην εκλογή των οργάνων διοίκησης των πανεπιστημίων, αντανάκλαση όταν θεσπίστηκε το 1982, των δυνατοτήτων ενός μαζικού φοιτητικού κινήματος κατέληξε τα τελευταία χρόνια να έχει αλλοιωθεί πλήρως. Οι δυο μεγάλες κυβερνητικές φοιτητικές παρατάξεις έχουν ιδιοποιηθεί, κυρίως προς όφελος των στελεχών τους, την έκφραση των φοιτητών.

 Μόνον που απέναντι σε αυτήν τη σοβαρή δυσλειτουργία της δημοκρατίας στο πανεπιστήμιο, η λύση δεν είναι η κατάργηση της δημοκρατίας, στη λογική του «πονάει χέρι, κόψει χέρι».

Απέναντι στο γεγονός της σοβαρής δυσλειτουργίας της δημοκρατίας μέσα στα πανεπιστήμια η ανανεωτική Αριστερά, σε αντίθεση με όσα διαδίδουν οι «πρόθυμοι» πανεπιστημιακοί στα κυρίαρχα ΜΜΕ, στα οποία διαθέτουν προνομιακή αν όχι αποκλειστική πρόσβαση, έχει προτείνει συγκεκριμένη λύση.
 Έτσι η Συσπείρωση Πανεπιστημιακών, την άνοιξη του 2010, ψήφισε, μαζί με άλλες δυνάμεις, στη Διοικούσα Επιτροπή του δευτεροβάθμιου οργάνου των πανεπιστημιακών δασκάλων, την ΠΟΣΔΕΠ, πρόταση για «στάθμιση» της φοιτητικής ψήφου. Τι σημαίνει αυτό;

 Με βάση το νόμο που ίσχυε μέχρι τώρα, οι φοιτητές συμμετέχουν με ποσοστό 40% στις εκλογές για την ανάδειξη της διοίκησης του πανεπιστημίου, ανεξάρτητα όμως από το πόσοι φοιτητές θα προσέλθουν στις εκλογές.
 Με την πρόταση της Συσπείρωσης για στάθμιση της ψήφου, το ειδικό βάρος της φοιτητικής ψήφου συναρτάται με το ποσοστό των φοιτητών που συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία. Αν δηλαδή σε ένα πανεπιστήμιο στο οποίο δικαίωμα ψήφου διαθέτουν 1000 φοιτητές προσέλθουν την ημέρα των εκλογών μόνον 250 από αυτούς, τότε το ποσοστό που τους αναλογεί είναι 10%.

 Με τον τρόπο αυτό και η δημοκρατία δεν καταλύεται και οι φοιτητές παροτρύνονται να συμμετάσχουν στα κοινά. Το Υπουργείο όλο αυτό το διάστημα κώφευσε απέναντι σε αυτήν την πρόταση της ΠΟΣΔΕΠ. Αρκέστηκε στα γνωστά του παιχνίδια με τις δύο μεγάλες παρατάξεις, μέχρι να εκπονήσει την τελική λύση.

Με τη λύση αυτή προσδοκά να μεταλλάξει το δημόσιο πανεπιστήμιο σε ιδιωτική επιχείρηση, και για να το κάνει αυτό πρέπει να σιγήσει τους φοιτητές. Μόνον που επιδιώκοντας την υπακοή των φοιτητών δεν προσπαθεί να αφανίσει μόνον εκείνες τις παρατάξεις  που θα πρόβαλαν αντίσταση αλλά και τις δυο καθεστωτικές παρατάξεις, τη ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ. Θα τα καταφέρει το υπουργείο σε αυτήν τη στοχοθεσία του; 

 Τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο. Τις μέρες αυτές μου ερχόταν στο μυαλό τα όσα έλεγε ο μεγάλος φιλελεύθερος στοχαστής Ραίμον Αρόν στο βιβλίο του Η ανεύρετη επανάσταση (La Révolution introuvable).
Στο βιβλίο αυτό που γράφτηκε αμέσως μετά τα γεγονότα του Μάη του ’68, προσπαθούσε να εξηγήσει γιατί οι επαναστατικές αναστατώσεις αποτελούν ενδημικό φαινόμενο στη Γαλλία, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Μ. Βρετανία ή η Γερμανία. Μια από τις αιτίες σύμφωνα με τον Αρόν ήταν ότι, σε αντίθεση με τις δύο τελευταίες χώρες, στη Γαλλία δεν υπήρχαν ισχυρά συνδικάτα.

 Δεν υπήρχαν, δηλαδή, εκείνοι οι μηχανισμοί οι οποίοι κατόρθωναν κάθε φορά που η λαϊκή οργή ανέβαινε να τη διοχετεύσουν σε διαχειρίσιμα από το σύστημα αιτήματα. Το αποτέλεσμα ήταν η λαϊκή οργή να ξεσπάει απευθείας πάνω στην κεντρική εξουσία.  Όσοι ζουν στο ελληνικό πανεπιστήμιο ίσως έχουν διαπιστώσει ότι η ΔΑΠ, περισσότερο και από μια παράταξη της ΝΔ, είναι μια παράταξη της τάξης.

 Ο επιδιωκόμενος αφανισμός της –εφόσον από τα πάρτι και τις εκδρομές στη Μύκονο δεν επιζεί μια παράταξη όσο και αν μερικές φορές μοιάζουν να είναι οι κύριες δραστηριότητές της– δεν είναι σίγουρο ότι  θα «βολέψει» το νεοφιλελεύθερο σχέδιο.
Εξάλλου με το σχέδιο αυτό θα συγκρουστούν οι φοιτητικές παρατάξεις της Αριστεράς. Τις πολιτικές κουλτούρες της αγωνιστικότητας δεν τις καταργείς διά νόμου.
Ο Σταύρος Κωνσταντακόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

2 σχόλια:

  1. «οι διοικούμενοι δεν συμμετέχουν στη διοίκηση», είπε;
    Φυσικά. Και οι αγρίως φορολογούμενοι δεν πρέπει συμμετέχουν στην διανομή των κρατικών κονδυλίων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. πρεπει ομως να συμμετεχουν στις διαδηλωσεις ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.