17 Απρ 2011

Βάζοντας Τον Διάβολο Στη Κόλαση...


  


  ..

του 
Boccaccio Giovanni


Στη πολή Κάπσα στη Μπαρμπαριά, ζούσεν ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, που ανάμεσα στ' άλλα του παιδιά είχε και μιαν όμορφη και χαριτωμένη κόρη, που τη λέγαν Αλιμπέχ. Δεν ήτανε χριστιανή, αλλ' ακούγοντας πολλούς χριστιανούς που μένανε στη πόλη, να εξυμνούν ένθερμα τη πίστη τους και το να υπηρετεί κανείς το Θεό, μια μέρα ρώτησεν έναν απ' αυτούς με ποιό τρόπο θα μπορούσε κανείς ν' αφιερωθεί στην υπηρεσία του Θεού. Ο άλλος απάντησεν ότι καλύτερα υπηρετούσανε το Θεό μόνον όσοι απείχαν από τα εγκόσμια, όπως εκείνοι που 'χανε καταφύγει στη μοναξιά της ερήμου της Θήβα. Το κορίτσι, δεκατεσσάρω χρονώ, το πολύ και πολύ αγαθό, παρακινημένο, όχι από τη λογική επιθυμία, αλλ' από παιδιάστικη φαντασία, ξεκίνησε κρυφά την επόμενη μέρα να πάει εντελώς μόνη της στην έρημο Θήβα, χωρίς να πει σε κανένα το σκοπό της.
     Έπειτα από μερικές μέρες, με την επιθυμία της ακόμα ζωντανή, τα κατάφερε μ' αρκετό κόπο να φτάσει στην εν λόγω έρημο και βλέποντας μια καλύβα στον ορίζοντα, πήγε κατά κει και βρήκε στη πόρτα έναν άγιο άνθρωπο, που ξαφνιάστηκε σαν την είδε και τη ρώτησε τί γύρευε. Του απάντησε πως είχεν εμπνευστεί από τον Θεό κι ότι ξεκίνησε την αναζήτησή της για να μπει στην υπηρεσία Του κι έψαχνε τώρα κάποιον που θα της δίδασκε πως άρμοζε να Τον υπηρετεί. Ο άξιος άντρας, βλέποντας πως ήταν νέα και πολύ όμορφη κι επειδή φοβήθηκε πως αν τη φιλοξενούσε, θα 'μπαινε σε πειρασμό από τον Διάβολο, την επαίνεσε για τον ευλαβικό σκοπό της κι αφού της έδωσε να φάει ρίζες βοτάνων, άγρια μήλα, χουρμάδες και νερό να πιει, της είπε:
 -"Κόρη μου, όχι μακρυά από δω, βρίσκεται ένας άγιος άνθρωπος, που 'ναι πολύ μεγαλύτερος δάσκαλος από μένα σ' αυτό που συ αναζητείς. Πήγαινε λοιπόν εκεί" και την έστειλε στο δρόμο της.
     Όταν όμως έφτασε στον άλλο μεγάλο δάσκαλο, πήρε κι από κείνον την ίδιαν απάντηση και προχωρώντας κι άλλο έφτασε στο κελί ενός νεαρού ερημίτη, ενός ανθρώπου ευλαβούς κι αγαθού, που τ' όνομά του ήτανε Ρούστικο και στον οποίον έκανε... την ίδιαν ερώτηση όπως και στους άλλους. Εκείνος θέλοντας να δοκιμάσει τη δική του πίστη, δε την έδιωξε, όπως είχανε κάνει οι άλλοι, αλλά τη δέχτηκε στο κελί του κι όταν ήρθεν η νύχτα της έφτιαξε ένα μικρό κρεβάτι με φύλλα φοίνικα και τη προσκάλεσε να πλαγιάσει και να ξεκουραστεί. Αφού έγινεν αυτό, οι πειρασμοί δεν άργησαν να πολεμάνε τη δύναμη της αντοχής του, που 'χε κλονιστεί σημαντικά και σχεδόν τον είχεν εγκαταλείψει κι έτσι χωρίς να περιμένει και πολλά χτυπήματα, παραιτήθηκε του αγώνα και παραδέχτηκε πως είχεν ηττηθεί. Μετά, παραμερίζοντας ευλαβικές σκέψεις, δεήσεις κι εξαγνισμούς, άρχισε να στριφογυρίζει στη μνήμη του τα νιάτα και την ομορφιά της νεαρής κόρης και να σκέφτεται τί τρόπο να βρει, ώστε να κερδίσει αυτό που επιθυμεί χωρίς να περάσει για διεφθαρμένος.
     Έτσι, την άλλη μέρα, κάνοντάς της ερωτήσεις, ανακάλυψε πως δεν είχε γνωρίσει ποτέ άντρα και πως ήτανε τόσον αγαθή, όσον ακριβώς φαινότανε και για το λόγον αυτό, συλλογιζόταν ότι με το πρόσχημα της υπηρεσίας του Θεού, θα μπορούσε να την απολαύσει. Σε πρώτη φάση, της εξήγησε διεξοδικά πόσο μεγάς εχθρός του Θεού είναι ο Διάβολος και μετά της έδωσε να καταλάβει πως η μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορούσε να προσφέρει κανείς στο Θεό ήτανε να βάλει τον Διάβολο στη Κόλαση, εκεί που τον είχε καταδικάσει Κείνος. Το κορίτσι ρώτησε:
 -"Πώς μπορεί να γίνει αυτό;" κι εκείνος της απάντησε:
 -"Θα το μάθεις αμέσως. Κάνε ό,τι κάνω κι εγώ..." και λέγοντας αυτά, έβγαλε τα λίγα ρούχα που φορούσε κι έμεινε τέλεια γυμνός. Το ίδιο έκαμε και το κορίτσι. Κατόπιν, έπεσε στα γόνατα, σα να 'κανε προσευχή και την έβαλε να κάτσει στην αγκαλιά του. Έτσι καταπώς είχανε τα πράματα κι έτσι όπως είχανε φουντώσει πιότερο από ποτέ οι επιθυμίες του Ρούστικο, όταν είδε την ομορφιά της ολόγυμνη, ήρθε κι η ανάσταση της σάρκας. Η Αλιμπέχ το 'δε και ξαφνιάστηκε.
 -"Ρούστικο", είπε, "τί είναι αυτό που 'χεις εσύ και που σηκώνεται έτσι και που δεν έχω γω";
 -"Έχε πίστη κόρη μου", της απάντησε, "αυτός είναι ο Διάβολος που σου 'λεγα και κοίτα πόσο πολύ με τυραννά, που με το ζόρι αντέχω".
 -"Ευλογημένος να 'ναι ο Κύριος!", είπε τότε το κορίτσι, "Απ' ό,τι βλέπω είμαι σε καλύτερη κατάσταση από σένα, γιατί εγώ δεν έχω κει κάτω Διάβολο".
 -"Σωστά!" ανταπάντησεν ο Ρούστικο, "Αλλά συ έχεις κάτι άλλο που δε το 'χω γω, αντ' αυτού..."
 -"Και τί είναι αυτό;" ρώτησεν η Αλιμπέχ κι εκείνος σκεφτικός τάχα, απάντησε:
 -"Εσύ έχεις τη Κόλαση και σου λέω ότι πιστεύω πως ο Θεός σ' έστειλε δω για το καλό της ψυχής μου, γιατί όποτε αυτός ο Διάβολος θα με βασανίζει έτσι κι αν σ' ευχαριστεί να δείξεις συμπόνοια σε μένα και να υπομείνεις να τονε βάλω πίσω στη Κόλαση, θα μου χαρίσεις τη μεγαλύτερη παρηγοριά και θα προσφέρεις στο Θεό πολύ μεγάλην ευχαρίστηση κι υπηρεσία. Τότε θα κάνεις όντως αυτό για το οποίο λες ότι ήρθες στα μέρη αυτά"!
 -"Πράγματι, πατέρα μου, αφού εγώ έχω τη Κόλαση, ας γίνει έτσι όποτε επιθυμείς!" απάντησε το κορίτσι καλόπιστα.
 -"Κόρη, να 'σαι βλογημένη!" της είπεν ο Ρούστικο τρέμοντας από ανυπομονησία. "Ας πάμε λοιπόν κι ας τονε βάλουμε πίσω κει, για να μ' αφήσει μετά στην ησυχία μου!" και λέγοντας αυτά, τη ξάπλωσε και τη δίδαξε τι πρέπει να κάνει για να φυλακίσουνε τον καταραμένο του Θεού. Το κορίτσι που δεν είχε ξαναβάλει κανένα Διάβολο μέχρι τότε στη Κόλασή της, τη πρώτη φορά ένιωσε κάποιο πόνο και για το λόγον αυτόν είπε στον Ρούστικο:
 -"Αλήθεια πατέρα μου, αυτός ο Διάβολος πρέπει να 'ναι πολύ κακό πράμα κι έχθρός κάθε πράξης του Θεού, αφού πονά και την ίδια τη Κόλαση, πόσο μάλλον όλα τ' άλλα, όταν πας να τονε βάλεις πάλι κει".
 -"Κόρη", απάντησεν αυτός, "δε θα συμβαίνει πάντα έτσι..." και μέχρι το τέλος έπρεπε να γίνει έξι φορές, πριν κουνήσουν από το κρεβάτι και τονε βάλανε στη Κόλαση ξανά, σε τέτοιο βαθμό που για την ώρα καταπολεμήσανε την έπαρση του κεφαλιού του κι έμεινε κει ήσυχα και πρόθυμα. Αλλά εκείνος γύριζε τις επόμενες μέρες ξανά και ξανά και το υπάκουο κορίτσι πάντα πρόσφερε τον εαυτό του για να του τονε βγάλει από μέσα του και να τονε βάζει μέσα της κι έτυχε η προσφορά αυτή ν' αρχίζει να την ευχαριστεί πολύ και το 'πε στον Ρούστικο:
 -"Βλέπω τώρα καθαρά πως αυτοί οι καλοί άνθρωποι στη Κάπσα λέγαν αλήθεια, όταν διατείνονταν ότι ήτανε τόσο γλυκό πράμα να υπηρετείς τον Θεό, γιατί πράγματι δε θυμάμαι να 'χω κάνει ποτέ τίποτε άλλο που να μου 'δωσε τόση χαρά κι ευχαρίστηση όσο το να βάζω τον Διάβολό σου στη Κόλασή μου. Και γι' αυτό πιστεύω πως όποιος δεν αφιερώνεται στην υπηρεσία του Θεού είναι ανόητος"! Έτσι κι εκείνη ερχότανε πολλάκις στον Ρούστικο και του 'λεγε: "Πατέρα μου, ήρθα δω για να υπηρετώ το Θεό κι όχι να μένω άπραγη. Ας πάμε να βάλουμε τον Διάβολο πίσω στη Κόλαση!" κι όταν το κάναν έλεγε κείνη κατά τη διάρκεια: "Ρούστικο, δε ξέρω γιατί ο Διάβολος φεύγει από τη Κόλαση, γιατί αν έμενε εκεί όσο πρόθυμα μπαίνει και τονε δέχεται και τονε κρατά κείνη, δε θα 'πρεπε να ξαναφύγει ποτέ".
     Μ' αυτό το σκεπτικό, το κορίτσι προσκαλούσε πολλάκις τον Ρούστικο και τονε παρότρυνε να υπηρετήσουνε τον Θεό, που τόσον είχεν εξαφανίσει την έπαρση του Διαβόλου, που ο καημένος έτρεμε πότε θ' αρχίσει να ιδρώνει ξανά η Κόλαση. Γι' αυτό το λόγο αναγκάστηκε να της πει:
 -"Ο Διάβολος δεν έπρεπε να τιμωρείται και να μπαίνει στη Κόλαση, κορίτσι μου, παρά μόνον όταν σήκωνε αλαζονικά ψηλά το κεφάλι του. Κι εμείς" πρόσθεσε, "με τη χάρη του Θεού, τον έχουμε παιδέψει τόσο που προσευχήθηκε στον Κύριό μας να τον αφήσει να κατοικήσει κει ήσυχος!" και με τα παρηγορητικά κι ενθαρρυντικά τούτα λόγια κατάφερε για κάμποσο διάστημα να της επιβάλλει νηνεμία. Παρολαυτά, όταν εκείνη είδε πως ο Ρούστικο δε της ζητούσε να βάλουνε τον Διάβολο στη Κόλαση του 'πε μια μέρα:
 -"Ρούστικο, ακόμα κι αν ο Διάβολός σου τιμωρήθηκε και δε σ' ενοχλεί πια, η Κόλασή μου δε μ' αφήνει σ' ησυχία. Για τούτο λέω, πως καλά θα κάνεις να με βοηθήσεις με τον Διάβολό σου να μετριάσουμε τη μανία της Κόλασής μου, όπως κι εγώ με τη Κόλασή μου σε βοήθησα να εξαφανίσεις την αλαζονεία του Διαβόλου σου"!
     Ο Ρούστικο που ζούσε με ρίζες και νερό, δε τα κατάφερνε ν' ανταποκριθεί καλά στα καλέσματά της και της είπε πως χρειάζονταν πολλοί Διάβολοι, πάρα πολλοί, για να κατευνάσουνε τη Κόλασή της, αλλά πως θα 'κανε ό,τι μπορούσε. Έτσι την ικανοποιούσε κάποιες φορές, αλλά ήτανε τόσο σπάνιες που 'τανε σα να τάιζες λιοντάρι με σπόρους και το κορίτσι το καημένο, που πίστευε πως δεν υπηρετούσε τον Θεό τόσον επιμελώς όσο θα 'πρεπε, παραπονιόταν αρκετά. Όσο γινόταν αυτή η μάχη ανάμεσα στον Ρούστικο και τον Διάβολό του και την Αλιμπέχ και τη Κόλασή της, από την έλλειψη δύναμης από τη μια κι από τη πολλήν επιθυμία, από την άλλη, φωτιά ξέσπασε στη Κάπσα κι έκαψε τον πατέρα της μες στο σπίτι τους, μαζί μ' όλα του τα παιδιά και την υπόλοιπην οικογένειά της. Ως εκ τούτου κείνη έγινε μοναδική κληρονόμος όλης της περιουσίας. Για το λόγον αυτό, ένας νεαρός ονόματι Νεερμπάλ, που 'χε ξοδέψει όλη τη δική του περιουσία στις γυναίκες, μαθαίνοντας πως είναι ζωντανή, ξεκίνησε να τη βρει.
     Όταν τη βρήκε και πριν το δικαστήριο απλώσει το μακρύ του χέρι στη περιουσία της, προς μεγάλην ικανοποίηση του Ρούστικο, αλλά ενάντια στη θέλησή της, την έφερε πίσω στη Κάπσα, όπου τη πήρε γυναίκα του κι απέκτησεν έτσι δικαίωμα στη τεράστια περιουσία του πατέρα της. Εκεί, όταν οι γυναίκες τη ρωτήσανε σε τί υπηρετούσε τον Θεό στην έρημο, απάντησεν (ο Νεερμπάλ δεν είχεν ακόμα πλαγιάσει μαζί της) ότι τον υπηρετούσε βάζοντας τον Διάβολο στη Κόλαση κι ότι ο Νεερμπάλ είχε διαπράξει πολύ σοβαρή αμαρτία που τη πήρε από την υπηρεσία Του. Οι κυρίες τότε ρωτήσανε:
 -"Πώς βάζει κανείς τον Διάβολο στη Κόλαση";
     Το κορίτσι λίγο με λόγια, λίγο με χειρονομίες τους το εξήγησε σαφώς κι εκείνες ξεσπάσανε σε τέτοια γέλια -ακόμα μπορεί να γελάνε- κι είπανε:
 -"Μην ανησυχείς καθόλου, παιδί μου, γιατί αυτό γίνεται κι από δω κι ο Νεερμπάλ θα υπηρετήσει πολύ καλά τον Κύριο μαζί σου, σ' αυτό το θέμα".
     Έτσι, από στόμα σε στόμα στη πόλη, έγινε συνηθισμένη παροιμία πως η μεγαλύτερη υπηρεσία που μπορούσε να προσφέρει κανείς στον Θεό, ήτανε να βάλει τον Διάβολο στη Κόλαση, τ' οποίο σα γνωμικό πέρασε τη θάλασσα και χρησιμοποιείται πολύ εδώ. Για τον λόγο αυτό όλες εσείς οι νεαρές κυρίες, που χρειάζεστε τη χάρη του Θεού, μάθετε να βάζετε τον Διάβολο στη Κόλαση, γιατί αυτό πολύ ευχαριστεί Κείνον και πολύ ευχαριστεί και τα δυο μέρη και πολύ καλό μπορεί να προκύψει απ' αυτό...

Τζιοβάνι Βοκάκιο



                            Βιογραφικό         

     Ο Τζιοβάνι Βοκάκιο ήταν Ιταλός συγγραφέας και ποιητής, φίλος του Πετράρχη (Petrarch), σημαντικός ανθρωπιστής της Αναγέννησης. Οι χαρακτήρες του είναι ξεχωριστοί για την εποχή τους, δεδομένου πως είναι ρεαλιστικά, εύψυχα κι έξυπνα άτομα που στηρίζονται στη πραγματικότητα, αντίθετα με τους χαρακτήρες των συγχρόνων του, που ενδιαφέρθηκαν για τις μεσαιωνικές αρετές της ιπποσύνης, της ευσέβειας, και της ταπεινότητας.     Οι ακριβείς λεπτομέρειες της γέννησής του μας είναι άγνωστες. Βεβαιωμένον όμως πως ήτανε παράνομος γιος ενός φλωρεντινού τραπεζίτη και μιας άγνωστης γυναίκας. Ένας πρώτος βιογράφος ισχυρίστηκε πως η μητέρα ότι του ήτανε παριζιάνα και το Παρίσι γενέτειρά του, αλλ' αυτό απορρίπτεται κατά ένα μεγάλο μέρος ως ρομαντικό. Ο τόπος γέννησής του είναι πιθανότερον η Τοσκάνη, ίσως το Certaldo, τη κωμόπολη του πατέρα του.
     Γεννήθηκε το 1313 λοιπόν και μεγάλωσε στη Φλωρεντία. Ο πατέρας του εργαζόταν για τη Compagnia dei Bardi κι είχε παντρευτεί εντωμεταξύ το 1320 τη Margherita
del Mardoli, κόρη επιφανούς οικογένειας. Θεωρείται πως έλαβε τη πρώτη εκπαίδευση δίπλα στον Giovanni Mazzuoli κι εκεί είχε μια πρώτην εισαγωγή στον Δάντη (Dante Alighieri). Το 1326 μετακομίσανε στη Νάπολη με την οικογένειά του, όταν ο πατέρας του διορίστηκε διευθυντής σε μια τράπεζα εκεί κι ήθελε να κάμει τον γιο του τραπεζίτη κι έτσι τονε τοποθέτησε ως μαθητευόμενο, αλλά ο γιος δεν ήθελε να 'χει καμμιά σχέση με το εμπόριο και τα οικονομικά. Έπεισε τελικά τον πατέρα του να τον αφήσει να μελετήσει νομικά στο Studium στη Νάπολη, για τα επόμενα 6 έτη. Κατόπιν ακολούθησε το ενδιαφέρον του για τις επιστημονικές και λογοτεχνικές μελέτες.
     Ο πατέρας του τον έμπασε στη ναπολιτάνικη αριστοκρατία και το γαλλικά-επηρεασμένο δικαστήριο του Ροβέρτου Σοφού (Βασιλιάς Robert της Νάπολης) στα 1330. Τότε ερωτεύτηκε μια παντρεμένη κόρη του Ροβέρτου, που αργότερα, αναγνωρίστηκε σαν η Fiammetta, σε πολλά από τα ρομαντικά πεζογραφήματά του, ιδιαίτερα το "Filocolo" (1338). Ο Βοκάκιος έγινε φίλος του φλωρεντινού Niccolò Acciaioli κι ωφελήθηκε από την επιρροή του ως διοικητή κι ίσως, εραστή της Catherine Valois-Courtenay, χήρα του Philip I του Taranto. Ο Acciaioli έγινε αργότερα σύμβουλος στη βασίλισσα Ιωάννα και τελικά, ο 'μεγάλος φροντιστής της'.
     Φαίνεται πως και τα νομικά δε τα συμπάθησε πιότερο από τα οικονομικά, αλλά οι σπουδές αυτές του αφήναν μεγάλο περιθώριο για ευρύτερη μελέτη, εκεί που λαχταρούσε η καρδιά του και παράλληλα να δημιουργεί επαφές με τη καλή κοινωνία κι άλλους συντρόφους μελετητές. Οι πρώτες επαφές του περιέλαβαν τους:  Paolo da Perugia (έφορος αρχαιοτήτων και  συγγραφέας μιας συλλογής μύθων, το "Collectiones"), τους ανθρωπιστές Barbato D
a Sulmona και Giovanni Barrili και τον θεολόγο Dionigi Di Borgo San Sepolcro.
     Τη 10ετία του '30, έγινε πατέρας δυο παράνομων γιων, του Μάριο και του Τζούλιο και τη '40, μιας επίσης παράνομης κόρης, της Βιολάντε. Στη Νάπολη, ο Βοκάκιος κατάλαβε τελικά τη πραγματική του κλίση, τη ποίηση και γενικά τη λογοτεχνία. Εκείνη την εποχή, βλέπουνε το φως έργα όπως το "Filostrato", που είναι προπομπός του "Τρωίλου" του Τσόσερ (Criseyde Chaucer), το "Teseida", το "Filocolo" και το "La Caccia Di Diana", έργο μιας εποχής που 'ταν επηρεασμένη από τον Πετράρχη.
     Το 1341 επιστρέφει εσπευσμένα στη Φλωρεντία, για ν' αποφύγει τη πανούκλα, αλλά ταυτόχρονα χάνει την επίσκεψη του Πετράρχη στη Νάπολη, την ίδια χρονιά. Ο πατέρας του είχεν επιστρέψει νωρίτερα εκεί, το 1338 κι είχε χρεωκοπήσει και σα να μην έφτανε τούτο, ακολούθησε κι ο θάνατος της μητέρας του σε λίγο. Ο Βοκάκιος είχε δυσαρεστηθεί από την άφιξή του στη Φλωρεντία, μα συνέχιζε να γράφει. Ο πατέρας του ξαναπαντρεύεται τη Bice Del Bostichi και λίγον αργότερα, το 1344 αποκτά έναν ακόμα γιο τον Jacopo, μιας κι όλα του τα παιδιά από τον πρώτο γάμο, εκτός του Τζιοβάνι, είχανε πεθάνει.
     Το 1347 αναγκάζεται να ξαναφύγει γι' άλλη μια φορά, λόγω πανούκλας, που τελικά σκότωσε τα τρία τέταρτα του πληθυσμού της Φλωρεντίας κείνη την εποχή, γεγονός που το εμφανίζει στο "Δεκαήμερό" του, λίγον αργότερα. Τούτη τη φορά καταφεύγει στη Ραβένα και λίγο μετά, το 1349 ξεκινά να δουλεύει το "Δεκαήμερο", τη χρονιά κείνη που 'χασε τον πατέρα του, ενώ τη θετή του μητέρα την είχε χάσει νωρίτερα στη πανούκλα (πάντως δεν είναι εξακριβωμένο αν παρεβρισκόταν εκεί, τη μαύρη κείνη περίοδο της αρρώστιας). Το έργο τελειώνει το 1352 κι ήταν από τις πιο ώριμες δουλειές του, αν εξαιρέσουμε τον "Μισογύνη Κορμπάτσιο" (1355-1365) κι ένα ξαναπέρασμα του "Δεκαημέρου" στα 1370-71. Αυτό το χειρόγραφο έχει σωθεί στις μέρες μας.
     Από το 1350 και μετά, ανέλαβε να προωθήσει τις θέσεις του βασιλείου, σ' άλλες ευρωπαϊκές πόλεις και παράλληλα τη μελέτη της ελληνικής γλώσσας, προβάλλοντας τους αρχαίους: Όμηρο, Ευριπίδη κι Αριστοτέλη. Τον Οκτώβρη του 1350 φιλοξένησε τον Francesco Petrarca κι η συνάντηση των δυο αντρών ήταν εξαιρετικά καρποφόρα. Ο Βοκάκιος προσφωνούσε τον Πετράρχη 'δάσκαλό' του κι εκείνος ήτανε που του άνοιξε τις πύλες των αρχαίων ελλήνων συγγραφέων και τον ενθάρρυνε να τους μελετήσει. Αποτέλεσμα ήταν η συγγραφή του "Gentilium Deorum Genealogia" μιας μελέτης για τη Κλασσική Μυθολογία κι έμεινε σα σημείον αναφοράς για πάνω από 400 χρόνια.
     Ο Πετράρχης όμως δε τον επηρέασε μόνο σ' αυτά, αλλά κι εκτρέποντάς τον προς κάποιον ασκητισμό. Από ανοιχτός ανθρωπιστής του "Δεκαημέρου" γίνεται πιο θρήσκος και λένε πως αποκηρύττει τότε όλες τα προηγούμενα γραπτά του, συμπεριλαμβανομένου και του "Δεκαήμερου" ως το πιο βέβηλο. Βέβαια σ' αυτό βοήθησε κι η συναναστροφή του με τον Πάπα Ιννοκέντιο VI το 1362. Το 1365 αναλαμβάνει ξανά διπλωματικές αποστολές και καταφέρνει να τις φέρει σε πέρας μ' επιτυχία. Σε μιαν απ' αυτές συναντά τον Πάπα Ουρβανό V.
     Από τις τελευταίες εργασίες του, πιο αξιοσημείωτες ήταν οι ηθοπλαστικές βιογραφίες: "De Casibus Virorum Illustrium" (1355-1374) & "De Mulieribus Claris" (1361-1375), καθώς κι ένα λογοτεχνικό λεξικό καλλιτεχνικών τάσεων κι επιδράσεων με βάση γεωγραφικά κριτήρια, με τον ...απελπισμένο τίτλο -για τη δημιουργία της λέξης 'γεωγραφία'- "De Montibus, Silvis, Fontibus, Lacubus, Fluminibus, Stagnis Seu Paludibus Et De Nominibus Maris Liber" .
     Eπίσης, έδωσε μια σειρά διαλέξεων για τον Δάντη στο Ναό Santo Stefano, το 1373, που αποτέλεσε τη νέα και βελτιωμένη εργασία του (απ' αυτή του 1350 με το ίδιο θέμα) το, "Eposizioni Sopra La Commedia Di Dante". H αλλαγή δεν ήτανε μόνον εξ αιτίας της συναναστροφής του με τον Πετράρχη ή τη διαφοροποίηση του στα θρησκευτικά και πολιτικά 'πιστεύω', αλλά κι η ηλικία σε συνδυασμό με τη χειροτέρεψη της υγείας του, που 'χανε σαν αποτέλεσμα τη μείωση της σωματικής του ρώμης και της πνευματικής, ενδεχομένως, διαύγειας. Επίσης και στις πάμπολλες ερωτικές του απογοητεύσεις κι αυτό εξηγεί πως ο αγαπών τις γυναίκες Βοκάκιος έγραψε τον "Μισογύνη Κορμπάτσιο". Τέλος, ο θάνατος του Πετράρχη (1374), -που νωρίτερα είχε καταφέρει να τονε πείσει να κάψει όλες του τις εργασίες και προσφέρθηκε μάλιστα να του αγοράσει όλη τη βιβλιοθήκη του, ώστε να γίνει δικό του κτήμα-, τον έθλιψε τόσον, ώστε έγραψε μια σειρά ποιημάτων και τα συμπεριέλαβε στη τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο "Rime".
     Στα τέλη του 1375 είχεν ήδη προβλήματα υγείας και παχυσαρκίας κι έτσι, στις 21 Δεκέμβρη, πέθανε από καρδιακή προσβολή, σ' ηλικία 63 ετών και θάφτηκε στο Certaldo, όπου και βρίσκεται το μνήμα του μέχρι και σήμερα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια δεν δημοσιεύονται...Επίσης χρησιμοποιήστε ελληνική γραφή για να αναρτηθούν τα σχόλιά σας.