«ΑΡΚΟΥΔΑ» ΚΙ «ΑΡΚΟΥΔΙΑΡΗΣ»
Σπουδαία ποίηση είναι εκείνη που διαβάζεται με χρονική απόσταση από το χρόνο που γράφτηκε κι εξακολουθεί να λέει σπουδαία πράγματα. Το «σημαινόμενο» της ποίησης του Ρίτσου φαντάζει δραματικά επίκαιρο στην εποχή της «Στουρναροκρατίας» της Μέρκελ.
(απόσπασμα από το ποίημα «Σονάτα του σεληνόφωτος)
Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με την γριά βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ’ αφήνουν πια να βγουν έξω
μ’ όλο πού πίσω απ’ τούς τοίχους
μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –
κ’ η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της,
δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου – έστω κ’ ενός αργού θανάτου-
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ’ τη σκλαβιά της.
Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ’ η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες
που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.
Ένα ποίημα που καταπιάνεται με πολλά επιμέρους θέματα της σύγχρονης αστικής ζωής μας.Απ’ τα πλέον προσφιλή και γνωστά ποιήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας η «Σονάτα του σεληνόφωτος», του μεγάλου μας ποιητή, Γιάννη Ρίτσου.
Ξαναδιαβάζω το απόσπασμα με την εικόνα του «Αρκουδιάρη» και της γριάς βαριάς «Αρκούδας».
Η ανάγνωση τούτη τη φορά είναι πολιτική, προσαρμοσμένη στον εξαναγκασμό –τον σχεδόν βιασμό- που υφίσταμαι (-μεθα) διαρκώς.
Κάθε νέα ανάγνωση με φέρνει στη θέση της «Αρκούδας» του αποσπάσματος. «Κυλιόμαστε» πλέον κατάχαμα να μας «πατάνε» στην κοιλιά, τρισάθλιο θέαμα για όλους εκείνους τους σαδιστές «θεατές» που αρέσκονται σε θεάματα τύπου «Κολοσσαίου». Με περασμένους τους «χαλκάδες» απ’ τη μύτη υπομένουμε και υπομένουμε «παραιτημένοι» συμφιλιωμένοι με τον «αργό» αλλά σίγουρο «θάνατο».
Το παιγνίδι αυτό τραβά ως το τέλος. Διαπομπεύεται απ’ τις «πενταροδεκάρες» που της ρίχνουν, ταπεινωμένη και γριά όπως είναι λέει διαρκώς «Ευχαριστώ, ευχαριστώ».
Η ανάγνωση παρατείνεται. Διαβάζω, ξαναδιαβάζω. Κάθε ανάγνωση με σπρώχνει στο ρόλο της «Αρκούδας» και επίσης με κάνει να μισώ τον «Αρκουδιάρη»-Σαδιστή.
Νιώθω τους «χαλκάδες» στη μύτη μου να μου...